γατόμος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γᾱτόμος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que corta la tierra]], [[δίκελλα]] A.<i>Fr</i>.196.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ γ. [[labrador]], <i>AP</i> 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-. | |dgtxt=(γᾱτόμος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que corta la tierra]], [[δίκελλα]] A.<i>Fr</i>.196.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ γ. [[labrador]], <i>AP</i> 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui fend la terre (pour le travail des champs) ; ὁ [[γατόμος]] cultivateur.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[τέμνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γᾱτόμος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ γη-[[τόμος]], ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. (πρβλ. [[γάπεδον]]) κόπτων τὸ [[ἔδαφος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 95, Ἡσύχ. ἐν λ. τμηγάς. | |lstext='''γᾱτόμος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ γη-[[τόμος]], ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. (πρβλ. [[γάπεδον]]) κόπτων τὸ [[ἔδαφος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 95, Ἡσύχ. ἐν λ. τμηγάς. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, Dor. for γή-τομος, cleaving the ground, δίκελλα A.Fr. 196, cf. AP6.95 (Antiphil.), Hsch. s.v. τμήγας.
Spanish (DGE)
(γᾱτόμος) -ον
1 que corta la tierra, δίκελλα A.Fr.196.
2 subst. ὁ γ. labrador, AP 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fend la terre (pour le travail des champs) ; ὁ γατόμος cultivateur.
Étymologie: γῆ, τέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
γᾱτόμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ γη-τόμος, ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. (πρβλ. γάπεδον) κόπτων τὸ ἔδαφος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 95, Ἡσύχ. ἐν λ. τμηγάς.
Greek Monolingual
γατόμος, -ον (Α)
αυτός που τέμνει, που σκάβει τη γη (α. «γατόμος δίκελλα» β. «γατόμος Πάρμις», το όνομα του γεωργού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γᾱ) + -τομος < τέμνω, δωρ. τ. του γήτομος].
Greek Monotonic
γᾱτόμος: -ον, Δωρ. αντί γη-τόμος (τέμνω), αυτός που προκαλεί ρήγμα, τομή στο έδαφος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γατόμος: II ὁ землепашец Anth.
γᾱτόμος: рассекающий землю (δίκελλα Aesch.).