αὐλαία: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cortina]], [[lienzo]] οἱ δὲ [[ἐννέα]] ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοί τι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ Hyp.<i>Fr</i>.139, ἐρεᾶ <i>PCair.Zen</i>.54.37 (III a.C.), κλισίας κεκαλυμμένας αὐλαίαις καὶ ... περιστρώμασι D.S.19.22, τῆς ἁρμαμάξης Plu.2.173f, ζῳωτοὶ καὶ διάχρυσοι Chares 4, cf. <i>Michel</i> 832.26 (Samos IV a.C.), Thphr.<i>Char</i>.5.9, Plb.33.5.2, Plu.<i>Alex</i>.49, <i>Them</i>.30, Ath.196c, Hsch., Eust.84.2; v. [[αὐλεία]].<br /><b class="num">2</b> quizá [[telón de teatro]] Men.<i>Fr</i>.684.<br /><b class="num">3</b> [[arpillera]] para proteger a los que están sobre un muro de los proyectiles lanzados desde fuera, Ph.<i>Bel</i>.95.34.<br /><b class="num">4</b> especie de [[toldo]] o [[toldillo]] en un barco δούς τινα αὐλαίαν ὅπως παράβλημα ἔχῃ <i>PRyl</i>.558.3 (III a.C.).<br /><b class="num">5</b> [[red de caza]] πρὸς θήρας Plu.<i>Alex</i>.40.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cortina]], [[lienzo]] οἱ δὲ [[ἐννέα]] ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοί τι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ Hyp.<i>Fr</i>.139, ἐρεᾶ <i>PCair.Zen</i>.54.37 (III a.C.), κλισίας κεκαλυμμένας αὐλαίαις καὶ ... περιστρώμασι D.S.19.22, τῆς ἁρμαμάξης Plu.2.173f, ζῳωτοὶ καὶ διάχρυσοι Chares 4, cf. <i>Michel</i> 832.26 (Samos IV a.C.), Thphr.<i>Char</i>.5.9, Plb.33.5.2, Plu.<i>Alex</i>.49, <i>Them</i>.30, Ath.196c, Hsch., Eust.84.2; v. [[αὐλεία]].<br /><b class="num">2</b> quizá [[telón de teatro]] Men.<i>Fr</i>.684.<br /><b class="num">3</b> [[arpillera]] para proteger a los que están sobre un muro de los proyectiles lanzados desde fuera, Ph.<i>Bel</i>.95.34.<br /><b class="num">4</b> especie de [[toldo]] o [[toldillo]] en un barco δούς τινα αὐλαίαν ὅπως παράβλημα ἔχῃ <i>PRyl</i>.558.3 (III a.C.).<br /><b class="num">5</b> [[red de caza]] πρὸς θήρας Plu.<i>Alex</i>.40.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> rideau, tenture de porte;<br /><b>2</b> tapis.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλαία''': ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum [[παραπέτασμα]], «[[ἔξεστι]] δὲ καὶ τὸ [[παραπέτασμα]] αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ [[ἐννέα]] ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι [[μέρος]] αὐτῆς αὐλαίᾳ·», Πολυδ. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 ([[ἔνθα]] -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: [[ὡσαύτως]], [[τάπης]], [[αὐτόθι]] 40.
|lstext='''αὐλαία''': ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum [[παραπέτασμα]], «[[ἔξεστι]] δὲ καὶ τὸ [[παραπέτασμα]] αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ [[ἐννέα]] ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι [[μέρος]] αὐτῆς αὐλαίᾳ·», Πολυδ. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 ([[ἔνθα]] -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: [[ὡσαύτως]], [[τάπης]], [[αὐτόθι]] 40.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> rideau, tenture de porte;<br /><b>2</b> tapis.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλαία Medium diacritics: αὐλαία Low diacritics: αυλαία Capitals: ΑΥΛΑΙΑ
Transliteration A: aulaía Transliteration B: aulaia Transliteration C: avlaia Beta Code: au)lai/a

English (LSJ)

ἡ, (αὐλή) curtain, Hyp.Fr.139, Thphr.Char.5.9, Men.834, Michel832.26 (Samos, iv B. C.), Plu.Alex.49; especially in the theatre, Men.l.c.; hunting-net, Plu.Alex.40: in plural, screens to protect a wall against missiles, Ph.Bel.95.34.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 cortina, lienzo οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοί τι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ Hyp.Fr.139, ἐρεᾶ PCair.Zen.54.37 (III a.C.), κλισίας κεκαλυμμένας αὐλαίαις καὶ ... περιστρώμασι D.S.19.22, τῆς ἁρμαμάξης Plu.2.173f, ζῳωτοὶ καὶ διάχρυσοι Chares 4, cf. Michel 832.26 (Samos IV a.C.), Thphr.Char.5.9, Plb.33.5.2, Plu.Alex.49, Them.30, Ath.196c, Hsch., Eust.84.2; v. αὐλεία.
2 quizá telón de teatro Men.Fr.684.
3 arpillera para proteger a los que están sobre un muro de los proyectiles lanzados desde fuera, Ph.Bel.95.34.
4 especie de toldo o toldillo en un barco δούς τινα αὐλαίαν ὅπως παράβλημα ἔχῃ PRyl.558.3 (III a.C.).
5 red de caza πρὸς θήρας Plu.Alex.40.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 rideau, tenture de porte;
2 tapis.
Étymologie: αὐλή.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλαία: ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum παραπέτασμα, «ἔξεστι δὲ καὶ τὸ παραπέτασμα αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ·», Πολυδ. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 (ἔνθα -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: ὡσαύτως, τάπης, αὐτόθι 40.

Greek Monolingual

η (AM αὐλαία)
1. παραπέτασμα, κουρτίνα
2. το παραπέτασμα που κλείνει τη σκηνή του θεάτρου
3. φρ. «ανοίγει...» ή «υψώνεται η αυλαία» — αρχίζει η παράσταση
β) «κλείνει...» ή «πέφτει η αυλαία» — τελειώνει η παράσταση ή το δράμα (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
μσν.
η σκηνή
αρχ.
1. χαλί
2. δίχτυ για πουλιά.

Russian (Dvoretsky)

αὐλαία:
1) завеса, занавес Polyb., Plut.;
2) ковер Plut.