εὔυδρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1105.png Seite 1105]] mit schönem Wasser, oder wasserreich, ἀκτά Pind. P. 1, 79; γῆ Her. 4, 47; τόποι Plat. Legg. VI, 761 b; öfter in der Anth., z. B. Ἀσκανίη Diod. 14 (VII, 701); προχοαί Antiphan. 7 (IX, 258). Einen comp. [[εὐυδρότερος]] hat Her. 9, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1105.png Seite 1105]] mit schönem Wasser, oder wasserreich, ἀκτά Pind. P. 1, 79; γῆ Her. 4, 47; τόποι Plat. Legg. VI, 761 b; öfter in der Anth., z. B. Ἀσκανίη Diod. 14 (VII, 701); προχοαί Antiphan. 7 (IX, 258). Einen comp. [[εὐυδρότερος]] hat Her. 9, 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en eau;<br /><b>2</b> aux belles eaux;<br /><i>Cp.</i> εὐυδρότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔυδρος''': -ον, ([[ὕδωρ]]) ἔχων πολύ, ἄφθονον [[ὕδωρ]], ἄστυ Σιμωνίδ. 102· ἀκτὰ Πίνδ. Π. 1. 152· γῆ [[ποιώδης]] καὶ [[εὔυδρος]] Ἡρόδ. 4. 47· [[χῶρος]] εὐυδρότερος ὁ αυτ. 9.25. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων καλόν, ὡραῖον [[ὕδωρ]], Εὐρ. Ι. Τ. 399· ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον [[ποτὸν]] (δορθωθέν ἀντὶ ἔνυδρον) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3.
|lstext='''εὔυδρος''': -ον, ([[ὕδωρ]]) ἔχων πολύ, ἄφθονον [[ὕδωρ]], ἄστυ Σιμωνίδ. 102· ἀκτὰ Πίνδ. Π. 1. 152· γῆ [[ποιώδης]] καὶ [[εὔυδρος]] Ἡρόδ. 4. 47· [[χῶρος]] εὐυδρότερος ὁ αυτ. 9.25. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων καλόν, ὡραῖον [[ὕδωρ]], Εὐρ. Ι. Τ. 399· ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον [[ποτὸν]] (δορθωθέν ἀντὶ ἔνυδρον) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en eau;<br /><b>2</b> aux belles eaux;<br /><i>Cp.</i> εὐυδρότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 19:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔυδρος Medium diacritics: εὔυδρος Low diacritics: εύυδρος Capitals: ΕΥΥΔΡΟΣ
Transliteration A: eúydros Transliteration B: euudros Transliteration C: eyydros Beta Code: eu)/udros

English (LSJ)

ον, (ὕδωρ) A well-watered, abounding in water, ἄστυ Simon.96; ἀκτά Pi.P.1.79; Μαραθών Call.Hec.1.1.8; νάπη Nic.Al.622; γῆ ποιώδης καὶ εὔυδρος Hdt.4.47; χῶρος εὐυδρότερος Id.9.25; [ὄρη] εὐυδρότερα Gp.2.6.5 (v.l. ἐν-). 2 of a river or spring, with beautiful water, Κάσας B.10.119; Εὐρώτας E.IT399 (lyr.); Κασταλίς Pae.Delph.5; so prob. εὔυδρον ποτόν (vulg. ἔνυδρον τόπον) Polyzel.2.

German (Pape)

[Seite 1105] mit schönem Wasser, oder wasserreich, ἀκτά Pind. P. 1, 79; γῆ Her. 4, 47; τόποι Plat. Legg. VI, 761 b; öfter in der Anth., z. B. Ἀσκανίη Diod. 14 (VII, 701); προχοαί Antiphan. 7 (IX, 258). Einen comp. εὐυδρότερος hat Her. 9, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en eau;
2 aux belles eaux;
Cp. εὐυδρότερος.
Étymologie: εὖ, ὕδωρ.

Greek (Liddell-Scott)

εὔυδρος: -ον, (ὕδωρ) ἔχων πολύ, ἄφθονον ὕδωρ, ἄστυ Σιμωνίδ. 102· ἀκτὰ Πίνδ. Π. 1. 152· γῆ ποιώδης καὶ εὔυδρος Ἡρόδ. 4. 47· χῶρος εὐυδρότερος ὁ αυτ. 9.25. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων καλόν, ὡραῖον ὕδωρ, Εὐρ. Ι. Τ. 399· ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον ποτὸν (δορθωθέν ἀντὶ ἔνυδρον) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3.

English (Slater)

εὔυδρος, -ον well watered παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα (v.l. ἔνυδρον, εὔανδρον) (P. 1.79)

Greek Monolingual

εὔυδρος, -ον (ΑΜ)
(για χώρα) αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό
αρχ.
αυτός που έχει ωραίο νερό («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. άνυδρος, πολύυδρος].

Greek Monotonic

εὔυδρος: -ον (ὕδωρ),
1. καλά αρδευόμενος, καλά βρεγμένος, άφθονος σε νερό, σε Πίνδ., Ηρόδ.
2. λέγεται για ποτάμι, αυτός που έχει καλό νερό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔυδρος:
1) изобилующий водой, многоводный (ἀκτά Pind.; γῆ Her.; τόποι Plat.; ἄστυ Plut.);
2) с красивыми водами, красиво текущий (Εὐρώτας Eur.).

Middle Liddell

εὔ-υδρος, ον ὕδωρ
1. well-watered, abounding in water, Pind., Hdt.
2. of a river, with beautiful water, Eur.