αἰολομίτρης: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[que tiene una mitra (cinturón de la armadura) de brillo cambiante]], <i>Il</i>.5.707, Q.S.8.111.<br /><b class="num">2</b> [[de mitra (especie de diadema) de brillo cambiante]] Theoc.17.19. | |dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[que tiene una mitra (cinturón de la armadura) de brillo cambiante]], <i>Il</i>.5.707, Q.S.8.111.<br /><b class="num">2</b> [[de mitra (especie de diadema) de brillo cambiante]] Theoc.17.19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />au ceinturon de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[αἰόλος]], [[μίτρα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰολομίτρης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων λάμπουσαν ἢ ἀπαστράπτουσαν ζώνην ([[ἐπειδὴ]] ἦτο κεκαλυμμένη διὰ μετάλλου, Ἰλ. Δ. 216), ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐν τῷ ἰδίῳ ζωστῆρι (ἴδε [[αἰόλος]]), Ἰλ. Ε. 707. ΙΙ. ἔχων ποικίλην μίτραν, [[ἤτοι]] τιάραν, Πέρσαι, Θεόκρ. 17.19. | |lstext='''αἰολομίτρης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων λάμπουσαν ἢ ἀπαστράπτουσαν ζώνην ([[ἐπειδὴ]] ἦτο κεκαλυμμένη διὰ μετάλλου, Ἰλ. Δ. 216), ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐν τῷ ἰδίῳ ζωστῆρι (ἴδε [[αἰόλος]]), Ἰλ. Ε. 707. ΙΙ. ἔχων ποικίλην μίτραν, [[ἤτοι]] τιάραν, Πέρσαι, Θεόκρ. 17.19. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 19:07, 1 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A with glittering girdle, Il.5.707. II with variegated mitre or turban, Theoc.17.19.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 que tiene una mitra (cinturón de la armadura) de brillo cambiante, Il.5.707, Q.S.8.111.
2 de mitra (especie de diadema) de brillo cambiante Theoc.17.19.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
au ceinturon de couleurs variées.
Étymologie: αἰόλος, μίτρα.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολομίτρης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων λάμπουσαν ἢ ἀπαστράπτουσαν ζώνην (ἐπειδὴ ἦτο κεκαλυμμένη διὰ μετάλλου, Ἰλ. Δ. 216), ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐν τῷ ἰδίῳ ζωστῆρι (ἴδε αἰόλος), Ἰλ. Ε. 707. ΙΙ. ἔχων ποικίλην μίτραν, ἤτοι τιάραν, Πέρσαι, Θεόκρ. 17.19.
English (Autenrieth)
(μίτρη): with glancing belt of mail, Il. 5.707.
Greek Monotonic
αἰολομίτρης: -ου, ὁ (μίτρα),
I. αυτός που έχει λαμπερή ή αστραφτερή ζώνη (επειδή ήταν επιμεταλλωμένη), σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που έχει ποικιλόχρωμη, πολύχρωμη τιάρα (μίτρα), σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰολομίτρης: ου adj. m
1) опоясанный сверкающим или пестрым поясом (Ὀρέσβιος Hom.);
2) (v.l. αἰολόμιτρος) с пестрой митрой на голове (Πέρσαι Theocr.).
Middle Liddell
μίτρα
I. with glancing or glittering girdle (for it was plated with metal), Il.
II. with variegated turban, Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰολομίτρης -ου αἰόλος, μίτρη] als adj. met schitterende gordel; met schitterende haarband.