αἱματόω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(αἱμᾰτόω) <b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[ensangrentar]] θεᾶς βωμόν E.<i>Andr</i>.260, χρῶτα φόνιον E.<i>Supp</i>.77<br /><b class="num">•</b>esp. en v. med.-pas. [[ensangrentarse]] οὐδ' αἱματοῦται βωμός Ar.<i>Pax</i> 1020, cf. <i>Ra</i>.476, ὕδωρ ... ᾑματωμένον Th.7.84, cf. X.<i>Cyr</i>.1.4.10, Aen.Tact.11.14, Eriph.5, Babr.95.54, ᾑματωμένος ὁ Κάικος Philostr.<i>Her</i>.26.22, cf. D.C.44.35.4, 49.4, 72.21.1, c. ac. int. o de rel. μηδὲν αἱματώμεθα A.<i>A</i>.1656 (cj., ap.crít.), κρᾶτας E.<i>Ph</i>.1149, χεῖρας E.<i>Ba</i>.1135.<br /><b class="num">2</b> [[derramar la sangre]], [[matar]] S.<i>Fr</i>.987.<br /><b class="num">3</b> [[convertir en sangre]] αἱματοῦν τὴν τροφήν Gal.8.379, ἡ αἱματοῦσα [[δύναμις]] Gal.17(2).476<br /><b class="num">•</b>med.-pas. [[convertirse en sangre]] πρίν ἀκριβῶς αἱματωθῆναι τὴν τροφὴν Gal.6.256, abs. Gal.17(2).692, 6.256, Ruf.<i>Ren.Ves</i>.5.2.<br /><b class="num">II</b> intr. [[sangrar]] Ps.Caes.101.12.
|dgtxt=(αἱμᾰτόω) <b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[ensangrentar]] θεᾶς βωμόν E.<i>Andr</i>.260, χρῶτα φόνιον E.<i>Supp</i>.77<br /><b class="num">•</b>esp. en v. med.-pas. [[ensangrentarse]] οὐδ' αἱματοῦται βωμός Ar.<i>Pax</i> 1020, cf. <i>Ra</i>.476, ὕδωρ ... ᾑματωμένον Th.7.84, cf. X.<i>Cyr</i>.1.4.10, Aen.Tact.11.14, Eriph.5, Babr.95.54, ᾑματωμένος ὁ Κάικος Philostr.<i>Her</i>.26.22, cf. D.C.44.35.4, 49.4, 72.21.1, c. ac. int. o de rel. μηδὲν αἱματώμεθα A.<i>A</i>.1656 (cj., ap.crít.), κρᾶτας E.<i>Ph</i>.1149, χεῖρας E.<i>Ba</i>.1135.<br /><b class="num">2</b> [[derramar la sangre]], [[matar]] S.<i>Fr</i>.987.<br /><b class="num">3</b> [[convertir en sangre]] αἱματοῦν τὴν τροφήν Gal.8.379, ἡ αἱματοῦσα [[δύναμις]] Gal.17(2).476<br /><b class="num">•</b>med.-pas. [[convertirse en sangre]] πρίν ἀκριβῶς αἱματωθῆναι τὴν τροφὴν Gal.6.256, abs. Gal.17(2).692, 6.256, Ruf.<i>Ren.Ves</i>.5.2.<br /><b class="num">II</b> intr. [[sangrar]] Ps.Caes.101.12.
}}
{{bailly
|btext=ensanglanter, souiller de sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμᾰτόω''': μέλλ. -ώσω, [[καθαιμάσσω]], αἱματώνω, βρέχω δι’ αἵματος, αἱμάτου θεᾶς βωμόν, Εὐρ. Ἀνδρ. 260· διὰ παρῇδος ὄνυχα ... αἱματοῦτε, ὁ αὐτ. Ἱκ. 77. ― Παθ. μηδὲν αἱματώμεθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656· κρᾶτας αἱματούμενοι, Εὐρ. Φοίν. 1149· ᾑματωμένη χεῖρας, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1135· πρβλ. Ἀριστ. Βατρ. 476. Θουκ. 7. 84. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 10. 2) [[σφάζω]], [[φονεύω]], ἀόρ. αἱματῶσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 814. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] τι εἰς [[αἷμα]], Ἰατρ.
|lstext='''αἱμᾰτόω''': μέλλ. -ώσω, [[καθαιμάσσω]], αἱματώνω, βρέχω δι’ αἵματος, αἱμάτου θεᾶς βωμόν, Εὐρ. Ἀνδρ. 260· διὰ παρῇδος ὄνυχα ... αἱματοῦτε, ὁ αὐτ. Ἱκ. 77. ― Παθ. μηδὲν αἱματώμεθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656· κρᾶτας αἱματούμενοι, Εὐρ. Φοίν. 1149· ᾑματωμένη χεῖρας, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1135· πρβλ. Ἀριστ. Βατρ. 476. Θουκ. 7. 84. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 10. 2) [[σφάζω]], [[φονεύω]], ἀόρ. αἱματῶσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 814. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] τι εἰς [[αἷμα]], Ἰατρ.
}}
{{bailly
|btext=ensanglanter, souiller de sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:19, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτόω Medium diacritics: αἱματόω Low diacritics: αιματόω Capitals: ΑΙΜΑΤΟΩ
Transliteration A: haimatóō Transliteration B: haimatoō Transliteration C: aimatoo Beta Code: ai(mato/w

English (LSJ)

A make bloody, stain with blood, αἱμάτου θεᾶς βωμόν E. Andr.260; διὰ παρῇδος ὄνυχα… αἱματοῦτε Id.Supp.77:—Pass., μηδὲν αἱματώμεθα A.Ag.1656; κρᾶτας αἱματούμενοι E.Ph.1149; ᾑματωμένη χεῖρας Id.Ba.1135, cf. Ar.Ra.476, Th.7.84, X.Cyr.1.4.10, etc. 2 slay, aor. αἱματῶσαι S.Fr.987. II turn into blood, τὴν τροφήν Gal. 8.379:—Pass., Ruf.Ren.Ves.5.2, Gal.17(2).692.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτόω) I tr.
1 ensangrentar θεᾶς βωμόν E.Andr.260, χρῶτα φόνιον E.Supp.77
esp. en v. med.-pas. ensangrentarse οὐδ' αἱματοῦται βωμός Ar.Pax 1020, cf. Ra.476, ὕδωρ ... ᾑματωμένον Th.7.84, cf. X.Cyr.1.4.10, Aen.Tact.11.14, Eriph.5, Babr.95.54, ᾑματωμένος ὁ Κάικος Philostr.Her.26.22, cf. D.C.44.35.4, 49.4, 72.21.1, c. ac. int. o de rel. μηδὲν αἱματώμεθα A.A.1656 (cj., ap.crít.), κρᾶτας E.Ph.1149, χεῖρας E.Ba.1135.
2 derramar la sangre, matar S.Fr.987.
3 convertir en sangre αἱματοῦν τὴν τροφήν Gal.8.379, ἡ αἱματοῦσα δύναμις Gal.17(2).476
med.-pas. convertirse en sangre πρίν ἀκριβῶς αἱματωθῆναι τὴν τροφὴν Gal.6.256, abs. Gal.17(2).692, 6.256, Ruf.Ren.Ves.5.2.
II intr. sangrar Ps.Caes.101.12.

French (Bailly abrégé)

ensanglanter, souiller de sang.
Étymologie: αἷμα.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόω: μέλλ. -ώσω, καθαιμάσσω, αἱματώνω, βρέχω δι’ αἵματος, αἱμάτου θεᾶς βωμόν, Εὐρ. Ἀνδρ. 260· διὰ παρῇδος ὄνυχα ... αἱματοῦτε, ὁ αὐτ. Ἱκ. 77. ― Παθ. μηδὲν αἱματώμεθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656· κρᾶτας αἱματούμενοι, Εὐρ. Φοίν. 1149· ᾑματωμένη χεῖρας, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1135· πρβλ. Ἀριστ. Βατρ. 476. Θουκ. 7. 84. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 10. 2) σφάζω, φονεύω, ἀόρ. αἱματῶσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 814. ΙΙ. μεταβάλλω τι εἰς αἷμα, Ἰατρ.

Greek Monotonic

αἱμᾰτόω: μέλ. -ώσω (αἷμα), ματώνω, κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτόω: обагрять кровью (τι Eur.; τὸ ὕδωρ ᾑματωμένον Thuc.; ἀκόντια ᾑματωμένα Xen.).

Middle Liddell

αἷμα
to make bloody, stain with blood, Aesch., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματόω αἷμα met bloed bevlekken of besmeuren:. κρᾶτας αἱματούμενοι met bebloede hoofden Eur. Phoen. 1149.