Παλαίμων: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=&#42;palai/mwn
|Beta Code=&#42;palai/mwn
|Definition=ονος, ὁ, <span class="title">Palaemon</span>, a sea-god friendly to the shipwrecked, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>271</span>, Lyc.229; also [[epithet]] of Heracles, Id.663, Hsch.: —hence Πᾰλαιμόνιον, τό, [[temple of Palaemon]], IG4.203 (Corinth).
|Definition=ονος, ὁ, <span class="title">Palaemon</span>, a sea-god friendly to the shipwrecked, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>271</span>, Lyc.229; also [[epithet]] of Heracles, Id.663, Hsch.: —hence Πᾰλαιμόνιον, τό, [[temple of Palaemon]], IG4.203 (Corinth).
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ) :<br />Palæmon :<br /><b>1</b> surn. de Mélikertès;<br /><b>2</b> surn. d'Héraklès.<br />'''Étymologie:''' [[παλαίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Πᾰλαίμων''': -ονος, ἀρσ. κύρ. [[ὄνομα]], ἐπώνυμον τοῦ Μελικέρτου υἱοῦ τῆς Ἰνοῦς, [[ὅστις]] ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ὡς [[θαλάσσιος]] θεὸς προστάτης τῶν ναυαγῶν (πρβλ. Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 437, Αἰν. 5. 823), ἐν τῇ Λατ. λέγεται καὶ Portunus, Εὐρ. Ι. Τ. 271, Λυκόφρ. 228· [[ὡσαύτως]] ἐπώνυμον τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. 663, Ἡσύχ.· - Πᾰλαιμόνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Παλαίμονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[παλαίω]]).
|lstext='''Πᾰλαίμων''': -ονος, ἀρσ. κύρ. [[ὄνομα]], ἐπώνυμον τοῦ Μελικέρτου υἱοῦ τῆς Ἰνοῦς, [[ὅστις]] ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ὡς [[θαλάσσιος]] θεὸς προστάτης τῶν ναυαγῶν (πρβλ. Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 437, Αἰν. 5. 823), ἐν τῇ Λατ. λέγεται καὶ Portunus, Εὐρ. Ι. Τ. 271, Λυκόφρ. 228· [[ὡσαύτως]] ἐπώνυμον τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. 663, Ἡσύχ.· - Πᾰλαιμόνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Παλαίμονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[παλαίω]]).
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ) :<br />Palæmon :<br /><b>1</b> surn. de Mélikertès;<br /><b>2</b> surn. d'Héraklès.<br />'''Étymologie:''' [[παλαίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πᾰλαίμων Medium diacritics: Παλαίμων Low diacritics: Παλαίμων Capitals: ΠΑΛΑΙΜΩΝ
Transliteration A: Palaímōn Transliteration B: Palaimōn Transliteration C: Palaimon Beta Code: *palai/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, Palaemon, a sea-god friendly to the shipwrecked, E.IT271, Lyc.229; also epithet of Heracles, Id.663, Hsch.: —hence Πᾰλαιμόνιον, τό, temple of Palaemon, IG4.203 (Corinth).

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
Palæmon :
1 surn. de Mélikertès;
2 surn. d'Héraklès.
Étymologie: παλαίω.

Greek (Liddell-Scott)

Πᾰλαίμων: -ονος, ἀρσ. κύρ. ὄνομα, ἐπώνυμον τοῦ Μελικέρτου υἱοῦ τῆς Ἰνοῦς, ὅστις ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο ὡς θαλάσσιος θεὸς προστάτης τῶν ναυαγῶν (πρβλ. Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 437, Αἰν. 5. 823), ἐν τῇ Λατ. λέγεται καὶ Portunus, Εὐρ. Ι. Τ. 271, Λυκόφρ. 228· ὡσαύτως ἐπώνυμον τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. 663, Ἡσύχ.· - Πᾰλαιμόνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Παλαίμονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. (Πιθαν. ἐκ τοῦ παλαίω).

Greek Monolingual

(II)
Παλαίμων, -ονος, ὁ (Α)
θεός που λατρευόταν κατά την αρχαιότητα ως προστάτης τών ναυαγών
2. προσωνυμία του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. παλαιμονώ].

Greek Monotonic

Πᾰλαίμων: -ονος, ὁ (παλαίω), ο Παλαίμων, δηλ. ο Παλαιστής, αρσεν. κύριο όνομα, όνομα του Μελικέρτη, γιου της Ινούς, που λατρευόταν ως θεός της θάλασσας, ευμενής προς τους ναυαγούς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Πᾰλαίμων: ονος ὁ Палемон, «Борец» (эпитет Меликерта, сына Ино-Левкотеи) Eur.

Middle Liddell

Πᾰλαίμων, ονος, ὁ, παλαίω
Palaemon, i. e. wrestler, masc. prop. n., a name of Melicertes, son of Ino, who was adored as a sea-god friendly to the shipwrecked, Eur.