δίγληνος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[de dobles pupilas]] διγλήνους ὦπας las pupilas de tus dos ojos</i> Theoc.<i>Ep</i>.6.2. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[de dobles pupilas]] διγλήνους ὦπας las pupilas de tus dos ojos</i> Theoc.<i>Ep</i>.6.2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à double prunelle.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[γλήνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίγληνος''': -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6. | |lstext='''δίγληνος''': -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, with two eye-balls, Theoc.Ep.6.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de dobles pupilas διγλήνους ὦπας las pupilas de tus dos ojos Theoc.Ep.6.2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à double prunelle.
Étymologie: δίς, γλήνη.
Greek (Liddell-Scott)
δίγληνος: -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6.
Greek Monolingual
δίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.
Greek Monotonic
δίγληνος: -ον (γλήνη), αυτός που έχει δύο κόρες ματιών, αυτός που έχει δύο οφθαλμούς, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
δίγληνος: с двойным зрачком: δίγληνοι ὦπες Theocr. оба глаза.
Middle Liddell
δί-γληνος, ον adj γλήνη
with two eye-balls, Theocr.