δίστολος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que son una pareja]], e.e. [[dos]] τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.<i>OC</i> 1055. | |dgtxt=-ον<br />[[que son una pareja]], e.e. [[dos]] τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.<i>OC</i> 1055. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui voyagent deux ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[στέλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίστολος''': -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο [[ὁμοῦ]], ἢ [[ἁπλῶς]] δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.)· πρβλ. [[μονόστολος]]. | |lstext='''δίστολος''': -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο [[ὁμοῦ]], ἢ [[ἁπλῶς]] δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.)· πρβλ. [[μονόστολος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, in pairs, two together, or simply, two, ἀδελφαί S.OC1055 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que son una pareja, e.e. dos τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.OC 1055.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voyagent deux ensemble.
Étymologie: δίς, στέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
δίστολος: -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ἢ ἁπλῶς δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· πρβλ. μονόστολος.
Greek Monolingual
δίστολος, -ον (Α)
φρ. «ἀδελφαὶ δίστολοι» — οι δύο αδελφές μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στολος < στόλος < στέλλω.
Greek Monotonic
δίστολος: -ον (στέλλω), ζευγαρωτός, αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά δύο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δίστολος: двоякий, парный: δίστολοι ἀδελφαί Soph. две или обе сестры.