διχόρροπος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δῐχόρροπος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[vacilante]] γνώμη <i>Trag.Adesp</i>.341.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con duda]], [[con vacilación]] siempre c. neg. μὴ δ. ἰδεῖν A.<i>A</i>.349, οὐ δ. ψήφους ἔθεντο A.<i>A</i>.815, καταγελωμένη ... οὐ δ. de Casandra, A.<i>A</i>.1272, ἔδοξεν Ἀργείοισιν, οὐ δ. A.<i>Supp</i>.605, σωτῆρες (οἱ θεοί) οὐ δ. A.<i>Supp</i>.982.
|dgtxt=(δῐχόρροπος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[vacilante]] γνώμη <i>Trag.Adesp</i>.341.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con duda]], [[con vacilación]] siempre c. neg. μὴ δ. ἰδεῖν A.<i>A</i>.349, οὐ δ. ψήφους ἔθεντο A.<i>A</i>.815, καταγελωμένη ... οὐ δ. de Casandra, A.<i>A</i>.1272, ἔδοξεν Ἀργείοισιν, οὐ δ. A.<i>Supp</i>.605, σωτῆρες (οἱ θεοί) οὐ δ. A.<i>Supp</i>.982.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[διχορρεπής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐχόρροπος''': -ον, ταλαντευόμενος, [[ἀμφιρρεπής]], Α. Β. 37. ― Ἐπίρρ. -πως, ἀμφιρρόπως, ἀμφιβόλως, ἐν χρήσει μόνον παρ’ Αἰσχύλ., οὐ ἢ μὴ δ. Ἀγ. 349, 815, 1272, Ἱκέτ. 605, 982.
|lstext='''δῐχόρροπος''': -ον, ταλαντευόμενος, [[ἀμφιρρεπής]], Α. Β. 37. ― Ἐπίρρ. -πως, ἀμφιρρόπως, ἀμφιβόλως, ἐν χρήσει μόνον παρ’ Αἰσχύλ., οὐ ἢ μὴ δ. Ἀγ. 349, 815, 1272, Ἱκέτ. 605, 982.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[διχορρεπής]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:43, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχόρροπος Medium diacritics: διχόρροπος Low diacritics: διχόρροπος Capitals: ΔΙΧΟΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: dichórropos Transliteration B: dichorropos Transliteration C: dichorropos Beta Code: dixo/rropos

English (LSJ)

ον, oscillating, γνώμη Trag.Adesp.341. Adv. -πως waveringly, doubtfully, used only by A., and always with a neg., οὐ or μὴ δ. Ag.349, 815, 1272, Supp.605, 982.

Spanish (DGE)

(δῐχόρροπος) -ον
1 vacilante γνώμη Trag.Adesp.341.
2 adv. -ως con duda, con vacilación siempre c. neg. μὴ δ. ἰδεῖν A.A.349, οὐ δ. ψήφους ἔθεντο A.A.815, καταγελωμένη ... οὐ δ. de Casandra, A.A.1272, ἔδοξεν Ἀργείοισιν, οὐ δ. A.Supp.605, σωτῆρες (οἱ θεοί) οὐ δ. A.Supp.982.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. διχορρεπής.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχόρροπος: -ον, ταλαντευόμενος, ἀμφιρρεπής, Α. Β. 37. ― Ἐπίρρ. -πως, ἀμφιρρόπως, ἀμφιβόλως, ἐν χρήσει μόνον παρ’ Αἰσχύλ., οὐ ἢ μὴ δ. Ἀγ. 349, 815, 1272, Ἱκέτ. 605, 982.

Greek Monolingual

διχόρροπος, -ον (Α)
αμφίβολος, αμφίρροπος, αβέβαιος.

Greek Monotonic

δῐχόρροπος: -ον (ῥέπω), αμφιταλαντεύομενος, αναποφάσιστος, αμφίρροπος· Επίρρ. -πως, αμφίρροπα, αμφίβολα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

adj ῥέπω
oscillating: adv. -πως, waveringly, doubtfully, Aesch.