διερευνάω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. διεραυν- Didym.<i>Gen</i>.233.20, <i>PMasp</i>.166.22, 167.34 (ambos VI d.C.)<br /><b class="num">1</b> [[examinar a fondo]], [[investigar]], [[explorar]] αὐτόν Pl.<i>Sph</i>.241b, τι Epicur.<i>Fr</i>.[34.31] 20, τὰ λεγόμενα Plb.14.3.7, τὰ περὶ τοὺς τόπους Plb.5.5.15, τὰς βουλάς [[LXX]] <i>Sap</i>.6.3, ἕκαστα Ph.1.382, τοὺς τῶν χρημάτων ἀναλογισμούς I.<i>BI</i> 2.18, cf. Aesop.27, 74, πάντα τὰ ἐμὰ δικαιώματα <i>PMasp</i>.167.34, c. interr. indir. διεραυνῆσαι εἰ ... <i>PMasp</i>.166.22, en v. pas. οὐ ... ἂν ἐπακολουθήσειε λόγῳ διερευνωμένῳ; ¿no podría seguir un argumento examinado a fondo?</i> Pl.<i>Tht</i>.168e, cf. Epicr.10.5, τῷ δὲ Σκιπίωνι πάντα διηρεύνητο Plb.14.2.1<br /><b class="num">•</b>en v. med. mism. sent. πάντας Pl.<i>Phd</i>.78a, cf. Clidem. uel Clitodem.21, Didym.l.c., τὸ λεληθός el sentido oculto</i> de los mitos, Iul.<i>Or</i>.7.222c, c. interr. indir. τί τέ ἐστιν ἑκάτερον Pl.<i>R</i>.368c, cf. Charito 3.9.5, abs. ἄλλους προόδους διερευνωμένους προηγεῖσθαι mandar delante otros exploradores que hagan la exploración</i> X.<i>Eq.Mag</i>.4.5.<br /><b class="num">2</b> concr. [[examinar]], [[registrar]] οἰκίαν D.H.4.57, τοὺς προσίοντας, μή τις ἔχοι σίδηρον D.Chr.6.38<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τὴν χώραν Pl.<i>Mx</i>.240b.<br /><b class="num">3</b> [[interrogar]] μὴ διερεύνω μ' ὦ πόλις Orác. en <i>ITralleis</i> 1.7 (II/III d.C.). | |dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. διεραυν- Didym.<i>Gen</i>.233.20, <i>PMasp</i>.166.22, 167.34 (ambos VI d.C.)<br /><b class="num">1</b> [[examinar a fondo]], [[investigar]], [[explorar]] αὐτόν Pl.<i>Sph</i>.241b, τι Epicur.<i>Fr</i>.[34.31] 20, τὰ λεγόμενα Plb.14.3.7, τὰ περὶ τοὺς τόπους Plb.5.5.15, τὰς βουλάς [[LXX]] <i>Sap</i>.6.3, ἕκαστα Ph.1.382, τοὺς τῶν χρημάτων ἀναλογισμούς I.<i>BI</i> 2.18, cf. Aesop.27, 74, πάντα τὰ ἐμὰ δικαιώματα <i>PMasp</i>.167.34, c. interr. indir. διεραυνῆσαι εἰ ... <i>PMasp</i>.166.22, en v. pas. οὐ ... ἂν ἐπακολουθήσειε λόγῳ διερευνωμένῳ; ¿no podría seguir un argumento examinado a fondo?</i> Pl.<i>Tht</i>.168e, cf. Epicr.10.5, τῷ δὲ Σκιπίωνι πάντα διηρεύνητο Plb.14.2.1<br /><b class="num">•</b>en v. med. mism. sent. πάντας Pl.<i>Phd</i>.78a, cf. Clidem. uel Clitodem.21, Didym.l.c., τὸ λεληθός el sentido oculto</i> de los mitos, Iul.<i>Or</i>.7.222c, c. interr. indir. τί τέ ἐστιν ἑκάτερον Pl.<i>R</i>.368c, cf. Charito 3.9.5, abs. ἄλλους προόδους διερευνωμένους προηγεῖσθαι mandar delante otros exploradores que hagan la exploración</i> X.<i>Eq.Mag</i>.4.5.<br /><b class="num">2</b> concr. [[examinar]], [[registrar]] οἰκίαν D.H.4.57, τοὺς προσίοντας, μή τις ἔχοι σίδηρον D.Chr.6.38<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τὴν χώραν Pl.<i>Mx</i>.240b.<br /><b class="num">3</b> [[interrogar]] μὴ διερεύνω μ' ὦ πόλις Orác. en <i>ITralleis</i> 1.7 (II/III d.C.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />chercher partout avec soin, explorer, fouiller soigneusement;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διερευνάομαι]], [[διερευνῶμαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐρευνάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διερευνάω''': ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]] ἀκριβῶς, Πλάτ. Σοφ. 241Β, κτλ.· συχνὸν [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Φαίδωνι 78Α, Πολ. 368C, κτλ. | |lstext='''διερευνάω''': ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]] ἀκριβῶς, Πλάτ. Σοφ. 241Β, κτλ.· συχνὸν [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Φαίδωνι 78Α, Πολ. 368C, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:45, 1 October 2022
English (LSJ)
track down, Pl.Sph.241b; search, examine, CPHerm. 8ii5 (ii A. D.), Jul.Or.7.222c, etc.:—freq. in Med., Pl.Phd.78a, Mx. 240b, Onos.6.7, Plu.Them.10, etc.; δ. τί ἐστὶν ἑκάτερον Pl.R.368c:— Pass., Plb.14.2.1.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. διεραυν- Didym.Gen.233.20, PMasp.166.22, 167.34 (ambos VI d.C.)
1 examinar a fondo, investigar, explorar αὐτόν Pl.Sph.241b, τι Epicur.Fr.[34.31] 20, τὰ λεγόμενα Plb.14.3.7, τὰ περὶ τοὺς τόπους Plb.5.5.15, τὰς βουλάς LXX Sap.6.3, ἕκαστα Ph.1.382, τοὺς τῶν χρημάτων ἀναλογισμούς I.BI 2.18, cf. Aesop.27, 74, πάντα τὰ ἐμὰ δικαιώματα PMasp.167.34, c. interr. indir. διεραυνῆσαι εἰ ... PMasp.166.22, en v. pas. οὐ ... ἂν ἐπακολουθήσειε λόγῳ διερευνωμένῳ; ¿no podría seguir un argumento examinado a fondo? Pl.Tht.168e, cf. Epicr.10.5, τῷ δὲ Σκιπίωνι πάντα διηρεύνητο Plb.14.2.1
•en v. med. mism. sent. πάντας Pl.Phd.78a, cf. Clidem. uel Clitodem.21, Didym.l.c., τὸ λεληθός el sentido oculto de los mitos, Iul.Or.7.222c, c. interr. indir. τί τέ ἐστιν ἑκάτερον Pl.R.368c, cf. Charito 3.9.5, abs. ἄλλους προόδους διερευνωμένους προηγεῖσθαι mandar delante otros exploradores que hagan la exploración X.Eq.Mag.4.5.
2 concr. examinar, registrar οἰκίαν D.H.4.57, τοὺς προσίοντας, μή τις ἔχοι σίδηρον D.Chr.6.38
•tb. en v. med. τὴν χώραν Pl.Mx.240b.
3 interrogar μὴ διερεύνω μ' ὦ πόλις Orác. en ITralleis 1.7 (II/III d.C.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chercher partout avec soin, explorer, fouiller soigneusement;
Moy. διερευνάομαι, διερευνῶμαι m. sign.
Étymologie: διά, ἐρευνάω.
Greek (Liddell-Scott)
διερευνάω: ἐρευνῶ, ἐξετάζω ἀκριβῶς, Πλάτ. Σοφ. 241Β, κτλ.· συχνὸν ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Φαίδωνι 78Α, Πολ. 368C, κτλ.
Greek Monotonic
διερευνάω: μέλ. -ήσω, ερευνώ ενδελεχώς, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Πλάτ.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διερευνάω: тж. med. тщательно исследовать, рассматривать (τι Plat., Arst., Polyb., Plut.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to search through, examine closely, Plat.: also in Mid., Plat.