δυσεξέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0679.png Seite 679]] schwer zu entwickeln, zu erklären; [[πλοκή]] Dion. Hal. iud. Thuc. 29; καὶ δύσφορον [[βούλευμα]] Plut. Brut. 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0679.png Seite 679]] schwer zu entwickeln, zu erklären; [[πλοκή]] Dion. Hal. iud. Thuc. 29; καὶ δύσφορον [[βούλευμα]] Plut. Brut. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à dérouler, à développer ; difficile à expliquer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξελίσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεξέλικτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐκτυλισσόμενος, Διον. Ἁλ. π. Ἀμμ. 2, Πλούτ. Βρούτ. 13.
|lstext='''δυσεξέλικτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐκτυλισσόμενος, Διον. Ἁλ. π. Ἀμμ. 2, Πλούτ. Βρούτ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à dérouler, à développer ; difficile à expliquer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξελίσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:52, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξέλικτος Medium diacritics: δυσεξέλικτος Low diacritics: δυσεξέλικτος Capitals: ΔΥΣΕΞΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dysexéliktos Transliteration B: dysexeliktos Transliteration C: dysekseliktos Beta Code: dusece/liktos

English (LSJ)

ον, hard to unfold, involved, πλοκή D.H.Th.29, cf. Amm.2.2, Plu.Brut.13; δυσεξέλικτα κυματούμενος κλύδων Luc.Trag.25; twisted, contorted, ὀδόντες Ael.NA14.8.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de desenredar, difícil de explicar, complejo πλοκή D.H.Th.29.4, cf. 24.8, Amm.2.16.1, Gr.Thaum.Pan.Or.7.55, βούλευμα Plu.Brut.13, κινήσεις δυσεξελίκτους ἀνακυκλεῖν realizar giros complejos de elefantes amaestrados, Plu.2.968c.
2 del que es difícil salir, inextricable δεσμός E.Hipp.1237, λαβύρινθος ref. a la filosofía, Gr.Thaum.Pan.Or.14.69, καμπαί de un laberinto, Tz.H.11.549
neutr. plu. como adv. δυσεξέλικτα κυματούμενος ... κλύδων Luc.Trag.25
del que es difícil desprenderse ὀδόντες de la anguila cuando los clava, Ael.NA 14.8.
II adv. -ως de forma inexplicable, sin sentido ὅταν δ. ἀναπολῶσι τὰ αὐτὰ πολλάκις Sch.Pi.N.7.155b.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu entwickeln, zu erklären; πλοκή Dion. Hal. iud. Thuc. 29; καὶ δύσφορον βούλευμα Plut. Brut. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à dérouler, à développer ; difficile à expliquer.
Étymologie: δυσ-, ἐξελίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξέλικτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐκτυλισσόμενος, Διον. Ἁλ. π. Ἀμμ. 2, Πλούτ. Βρούτ. 13.

Greek Monolingual

δυσεξέλικτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται
2. δυσεξήγητος
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δυσεξέλικτα
με δύσκολους ελιγμούς.

Greek Monotonic

δυσεξέλικτος: -ον (ἐξελίσσω), αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται, εκτυλίσσεται, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξέλικτος: который трудно развить, т. е. крайне сложный, запутанный (κινήσεις, βούλευμα Plut.).

Middle Liddell

δυσ- εξέλικτος, ον ἐξελίσσω
hard to unfold, Plut.