δυσδιαίτητος: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] schwer zu entscheiden; [[κρίσις]] Plut. Cim. et Luc. 3; [[σκέψις]] Coriol. 35. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] schwer zu entscheiden; [[κρίσις]] Plut. Cim. et Luc. 3; [[σκέψις]] Coriol. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à trancher, à décider.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διαιτάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσδιαίτητος''': -ον, περὶ οὗ δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἀποφασίσῃ τις, [[κρίσις]] Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ. | |lstext='''δυσδιαίτητος''': -ον, περὶ οὗ δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἀποφασίσῃ τις, [[κρίσις]] Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to decide, Plu.Comp.Cim.Luc.3; λόγος Porph.Abst.2.1.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de decidir, de resolver τοῦτο Gal.4.485, ἡ κρίσις Plu.Comp.Cim.Luc.3, σκέψις Plu.Cor.35, λόγος Porph.Abst.2.1.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu entscheiden; κρίσις Plut. Cim. et Luc. 3; σκέψις Coriol. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à trancher, à décider.
Étymologie: δυσ-, διαιτάω.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιαίτητος: -ον, περὶ οὗ δύσκολον εἶναι νὰ ἀποφασίσῃ τις, κρίσις Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.
Greek Monolingual
δυσδιαίτητος, -ον (Α)
αυτός για τον οποίο είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς.
Greek Monotonic
δυσδιαίτητος: -ον (διαιτάω), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσδιαίτητος: трудно разрешимый, трудный (κρίσις Plut.).
Middle Liddell
δυσ-διαίτητος, ον διαιτάω
hard to decide, Plut.