εἰρηναῖος: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0735.png Seite 735]] [[friedlich]], ruhig; [[καί]] σφι ταῦτα μὲν εἰρηναῖα ἦν Her. 6, 42; ὁ δὲ [[τροχίλος]] εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, lebt mit ihm im Frieden, 2, 68; ὁ [[κήρυξ]] ἀπήγγειλεν οὐδὲν [[εἰρηναῖον]] παρὰ τῶν Κορινθίων Thuc. 1, 29; was im Frieden geschieht, Her. 6, 57. – Adv. εἰρηναίως, Her. 3, 154. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0735.png Seite 735]] [[friedlich]], ruhig; [[καί]] σφι ταῦτα μὲν εἰρηναῖα ἦν Her. 6, 42; ὁ δὲ [[τροχίλος]] εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, lebt mit ihm im Frieden, 2, 68; ὁ [[κήρυξ]] ἀπήγγειλεν οὐδὲν [[εἰρηναῖον]] παρὰ τῶν Κορινθίων Thuc. 1, 29; was im Frieden geschieht, Her. 6, 57. – Adv. εἰρηναίως, Her. 3, 154. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />pacifique ; τὰ εἰρηναῖα HDT les prérogatives (des rois lacédémoniens) en temps de paix.<br />'''Étymologie:''' [[εἰρήνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰρηναῖος''': -α, -ον, [[εἰρηνικός]], εἰρηναῖον εἶναί τι Ἡρόδ. 2. 68, Θουκ. 1. 29· τὰ εἰρηναῖα, τὰ δικαιώματα ὧν ἀπέλαυον οἱ Βασιλεῖς τῆς Σπάρτης ἐν καιρῷ εἰρήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐμπολέμια, Ἡρόδ. 6. 56, 57. - Ἐπίρρ. -ως ὁ αὐτ. 3. 145. | |lstext='''εἰρηναῖος''': -α, -ον, [[εἰρηνικός]], εἰρηναῖον εἶναί τι Ἡρόδ. 2. 68, Θουκ. 1. 29· τὰ εἰρηναῖα, τὰ δικαιώματα ὧν ἀπέλαυον οἱ Βασιλεῖς τῆς Σπάρτης ἐν καιρῷ εἰρήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐμπολέμια, Ἡρόδ. 6. 56, 57. - Ἐπίρρ. -ως ὁ αὐτ. 3. 145. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:55, 1 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A peaceful, εἰρηναῖον εἶναί τινι to live peaceably with any one, Hdt.2.68; οὐδὲν εἰ. ἀπαγγέλλειν Th.1.29; τὰ εἰρηναία = matters of peace, Hdt.6.57; εἰ. βίος Phld.Oec.p.20J.; εἰ. καὶ βέβαιος πλοῦς Dion. Byz.24: Sup., Max.Tyr.30.5. Adv. εἰρηναίως Hdt.3.145, Phld.Oec. p.39J. II εἰρηναῖον, τό, = Lat. Templum Pacis, D.C.72.24.
German (Pape)
[Seite 735] friedlich, ruhig; καί σφι ταῦτα μὲν εἰρηναῖα ἦν Her. 6, 42; ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, lebt mit ihm im Frieden, 2, 68; ὁ κήρυξ ἀπήγγειλεν οὐδὲν εἰρηναῖον παρὰ τῶν Κορινθίων Thuc. 1, 29; was im Frieden geschieht, Her. 6, 57. – Adv. εἰρηναίως, Her. 3, 154.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
pacifique ; τὰ εἰρηναῖα HDT les prérogatives (des rois lacédémoniens) en temps de paix.
Étymologie: εἰρήνη.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρηναῖος: -α, -ον, εἰρηνικός, εἰρηναῖον εἶναί τι Ἡρόδ. 2. 68, Θουκ. 1. 29· τὰ εἰρηναῖα, τὰ δικαιώματα ὧν ἀπέλαυον οἱ Βασιλεῖς τῆς Σπάρτης ἐν καιρῷ εἰρήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐμπολέμια, Ἡρόδ. 6. 56, 57. - Ἐπίρρ. -ως ὁ αὐτ. 3. 145.
Greek Monolingual
εἰρηναῖος, -α, -ον (AM)
1. ειρηνικός
2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια της ειρήνης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εἰρηναῖον
ναὸς τὴς ειρήνης.
Greek Monotonic
εἰρηναῖος: -α, -ον, ειρηνικός, φίλος της ειρήνης, σε Ηρόδ.· τὰεἰρηναῖα, οι καρποί της ειρήνης, στον ίδ.· επίρρ. -ως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εἰρηναῖος: мирный: εἰ. τινι εἶναι Her. жить в мире с кем-л., но ταῦτά σφι εἰρηναῖα ἦν Her. это умиротворило их; εἰρηναῖόν τι ἀπαγγεῖλαι παρά τινος Thuc. прийти от кого-л. с мирными предложениями.
Middle Liddell
εἰρηναῖος, η, ον [from εἰρήνη
peaceful, peaceable, Hdt.: τὰ εἰρηναῖα the fruits of peace, Hdt.: adv. -ως, Hdt.