εὔπλαστος: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] 1) gut, leicht zu bilden, zu formen, [[λόγος]] κηρο ῦ εὐπλαστότερον Plat. Rep. IX, 588, d; vgl. Ael. H. A. 17, 9; so [[ἦθος]] Plat. Legg Il, 666 c; Sp., wie Plut. – 2) gut gebildet, gut erdacht, Arist. poet. 17. – Aber [[φύσις]] εὐπλαστοτέρα ist akt., leichter bildend, Arist. gen. an. 3, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] 1) gut, leicht zu bilden, zu formen, [[λόγος]] κηρο ῦ εὐπλαστότερον Plat. Rep. IX, 588, d; vgl. Ael. H. A. 17, 9; so [[ἦθος]] Plat. Legg Il, 666 c; Sp., wie Plut. – 2) gut gebildet, gut erdacht, Arist. poet. 17. – Aber [[φύσις]] εὐπλαστοτέρα ist akt., leichter bildend, Arist. gen. an. 3, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à façonner;<br /><i>Cp.</i> εὐπλαστότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλαστός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔπλαστος''': -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης [[ῥινός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, [[ἦθος]] ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ [[καλῶς]] πλάττουσα, δίδουσα [[σχῆμα]] καὶ μορφήν, [[φύσις]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6. | |lstext='''εὔπλαστος''': -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης [[ῥινός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, [[ἦθος]] ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ [[καλῶς]] πλάττουσα, δίδουσα [[σχῆμα]] καὶ μορφήν, [[φύσις]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A easy to mould or put into shape, of a broken nose, Hp.Art.39 (Sup.); φύσει ποὺς εὔ. Aristaenet.1.12. 2 easy to mould, ductile, εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R.588d, cf. Ael.NA17.9, Dsc.4.75; φύσις (of sea-water) Arist.GA761a34 (Comp.); ἦθος Pl.Lg.666c (Comp.); of men, impressionable, Arist.Po.1455a33.
German (Pape)
[Seite 1088] 1) gut, leicht zu bilden, zu formen, λόγος κηρο ῦ εὐπλαστότερον Plat. Rep. IX, 588, d; vgl. Ael. H. A. 17, 9; so ἦθος Plat. Legg Il, 666 c; Sp., wie Plut. – 2) gut gebildet, gut erdacht, Arist. poet. 17. – Aber φύσις εὐπλαστοτέρα ist akt., leichter bildend, Arist. gen. an. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à façonner;
Cp. εὐπλαστότερος.
Étymologie: εὖ, πλαστός.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπλαστος: -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης ῥινός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, ἦθος ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ καλῶς πλάττουσα, δίδουσα σχῆμα καὶ μορφήν, φύσις ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπλαστος, -ον)
1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος
2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός
3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση
1. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει μορφή
2. (με παθ. σημ.) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα σχήμα
3. αυτός που τίθεται σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλαστός (< πλάθω)].
Russian (Dvoretsky)
εὔπλαστος:
1) весьма гибкий, очень податливый (κηρός, перен. ἦθος Plat.; νεότης Plut.);
2) способный к творчеству, творческий (οἱ εὐφυεῖς Arst.).