εὐρυμέδων: Difference between revisions
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] οντος, = [[εὐρυκρείων]], Ποσειδᾶν Pind. Ol. 8, 31, [[Χείρων]] P. 3, 4; auch [[αἰθήρ]], sich weithin erstreckend, Empedocl. 380. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] οντος, = [[εὐρυκρείων]], Ποσειδᾶν Pind. Ol. 8, 31, [[Χείρων]] P. 3, 4; auch [[αἰθήρ]], sich weithin erstreckend, Empedocl. 380. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οντος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui règne au loin.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[μέδω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐρυμέδων''': -οντος, ὁ, = [[εὐρυκρείων]], περὶ τοῦ αἰθέρος, Ἐμπεδ. 438· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Πινδ. Ο. 8. 41· περὶ τοῦ Χείρωνος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 5: -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]]· οὕτω καὶ θηλ. Εὐρυμέδουσα. | |lstext='''εὐρυμέδων''': -οντος, ὁ, = [[εὐρυκρείων]], περὶ τοῦ αἰθέρος, Ἐμπεδ. 438· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Πινδ. Ο. 8. 41· περὶ τοῦ Χείρωνος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 5: -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]]· οὕτω καὶ θηλ. Εὐρυμέδουσα. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 20:00, 1 October 2022
English (LSJ)
οντος, ὁ, = εὐρυκρείων, of αἰθήρ, Emp.135.1; Ποσειδάν Pi.O.8.31; γόνον εὐ. Κρόνου, i.e. Chiron, Id.P.3.4:—in Hom. only as pr. n.; so also fem. Εὐρυμέδουσα.
German (Pape)
[Seite 1095] οντος, = εὐρυκρείων, Ποσειδᾶν Pind. Ol. 8, 31, Χείρων P. 3, 4; auch αἰθήρ, sich weithin erstreckend, Empedocl. 380.
French (Bailly abrégé)
οντος;
adj. m.
qui règne au loin.
Étymologie: εὐρύς, μέδω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυμέδων: -οντος, ὁ, = εὐρυκρείων, περὶ τοῦ αἰθέρος, Ἐμπεδ. 438· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Πινδ. Ο. 8. 41· περὶ τοῦ Χείρωνος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 5: -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον ὄνομα· οὕτω καὶ θηλ. Εὐρυμέδουσα.
English (Slater)
εὐρῠμέδων widely ruling εὐρυμέδων τε Ποσειδάν (O. 8.31) Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου (sc. Χίρωνα) (P. 3.4)
Greek Monolingual
εὐρυμέδων, -οντος, ὁ (θηλ. εὐρυμέδουσα) (Α)
ο ευρυκρείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + μέδων «κυβερνήτης»].
Greek Monotonic
εὐρυμέδων: -οντος, ὁ, = εὐρυκρείων, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠμέδων: οντος adj.
1) далеко простирающий свою власть (Ποσειδᾶν Plut.);
2) широко раскинувшийся (αἰθήρ Emped.).
Middle Liddell
= εὐρυκρείων, Pind.]