Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζυγωτός: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=zugwto/s
|Beta Code=zugwto/s
|Definition=ή, όν, (ζυγόω) [[yoked]], ἅρματα ζ. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>702</span>.
|Definition=ή, όν, (ζυγόω) [[yoked]], ἅρματα ζ. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>702</span>.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />joint ; attelé (de quatre chevaux).<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζυγόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῠγωτός''': -ή, -όν, ([[ζυγόω]]) μετὰ ζυγοῦ, ἔχων [[ζυγόν]], ἅρμα ζ., Λατ. biga, Σοφ. Ἠλ. 702.
|lstext='''ζῠγωτός''': -ή, -όν, ([[ζυγόω]]) μετὰ ζυγοῦ, ἔχων [[ζυγόν]], ἅρμα ζ., Λατ. biga, Σοφ. Ἠλ. 702.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />joint ; attelé (de quatre chevaux).<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζυγόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγωτός Medium diacritics: ζυγωτός Low diacritics: ζυγωτός Capitals: ΖΥΓΩΤΟΣ
Transliteration A: zygōtós Transliteration B: zygōtos Transliteration C: zygotos Beta Code: zugwto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ζυγόω) yoked, ἅρματα ζ. S.El.702.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
joint ; attelé (de quatre chevaux).
Étymologie: adj. verb. de ζυγόω.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγωτός: -ή, -όν, (ζυγόω) μετὰ ζυγοῦ, ἔχων ζυγόν, ἅρμα ζ., Λατ. biga, Σοφ. Ἠλ. 702.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζυγωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται κοντά, που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο κοντινός
2. το ουδ. ως ουσ. το ζυγωτό
βιολ. το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη σύζευξη δύο ετερόφυλων γαμετών
αρχ.
(για άρματα, άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ζυγό («ζυγωτών αρμάτων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κοντινός» προέρχεται από το ζυγώνω
το ουδ. της λ. το ζυγωτό, όπως και το ζυγώτης, αποτελούν αντιδάνειες λ., πρβλ. αγγλ. zygote (< ζυγόν)
ο τ. με την αρχ. σημ. < ζυγός.

Greek Monotonic

ζῠγωτός: -ή, -όν (ζυγόω), αυτός που έχει ζευχθεί σε ζυγό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγωτός: [adj. verb. к ζυγόω запряженный или соединенный вместе (ἅρματα Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυγωτός -ή -όν [ζυγόω] ingespannen.

Middle Liddell

ζῠγωτός, ή, όν ζυγόω
yoked, Soph.