καλλώπισμα: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />embellissement, ornement.<br />'''Étymologie:''' [[καλλωπίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλώπισμα''': τό, [[κόσμημα]], [[στολισμός]], τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46. | |lstext='''καλλώπισμα''': τό, [[κόσμημα]], [[στολισμός]], τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A ornament, Χρυσᾶ, ἀργυρᾶ κ., Plu.Lyc.9; τραπέζης Porph.Abst.3.19; source of pride, Luc.Merc.Cond.36. 2 ornament of speech, D.H.Th. 46. 3 metaph., fair show, pretence, Pl.Grg.492c (pl.).
German (Pape)
[Seite 1312] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
embellissement, ornement.
Étymologie: καλλωπίζω.
Greek (Liddell-Scott)
καλλώπισμα: τό, κόσμημα, στολισμός, τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46.
Greek Monolingual
το (AM καλλώπισμα) καλλωπίζω
το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει
μσν.-αρχ.
το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος
αρχ.
1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ οὐδενὸς ἄξια», Πλάτ.)
2. (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη φράση.
Greek Monotonic
καλλώπισμα: τό, στολισμός, κόσμημα, διακόσμηση, εξωραϊσμός, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλώπισμα -ατος, τό [καλλωπίζω] versiering, ornament:; χρυσᾶ καλλωπίσματα gouden ornamenten Plut. Lyc. 9.5; overdr.: τὰ καλλωπίσματα de schone schijn Plat. Grg. 492c; ἕν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖς δοκει want ook dat vinden zij (de vrouwen) één van hun pronkstukken (dat zij cultureel ontwikkeld zijn) Luc. 36.36.
Russian (Dvoretsky)
καλλώπισμα: ατος τό
1) украшение (χρυσοῦν Plut.);
2) прикраса, побрякушка (καλλωπίσματα οὐδενὸς ἄξια Plat.).
Middle Liddell
καλλώπισμα, ατος, τό, [from καλλωπίζω
ornament, embellishment, Plat.