κλειδουχέω: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1447.png Seite 1447]] = [[κλῃδουχέω]], Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1447.png Seite 1447]] = [[κλῃδουχέω]], Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />avoir les clefs (d'un temple), être surveillant <i>ou</i> prêtre d'un temple.<br />'''Étymologie:''' [[κλειδοῦχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλειδουχέω''': Ἀττ. κλῃδ-, εἶμαι [[κλειδοῦχος]], κλ. θεᾶς, εἶμαι [[ἱέρεια]] αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 1463. ΙΙ. παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἡρ. Μαιν. 1288, εὑρίσκομεν παθ. μετοχ. κλῃδουχούμενοι, [[ὅπερ]] ὁ Matthiä ἑρμηνεύει, ἐκ τοῦ πλησίον παρατηρούμενοι, παραφυλαττόμενοι ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένη, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ. | |lstext='''κλειδουχέω''': Ἀττ. κλῃδ-, εἶμαι [[κλειδοῦχος]], κλ. θεᾶς, εἶμαι [[ἱέρεια]] αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 1463. ΙΙ. παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἡρ. Μαιν. 1288, εὑρίσκομεν παθ. μετοχ. κλῃδουχούμενοι, [[ὅπερ]] ὁ Matthiä ἑρμηνεύει, ἐκ τοῦ πλησίον παρατηρούμενοι, παραφυλαττόμενοι ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένη, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:20, 1 October 2022
English (LSJ)
Att. κληδουχέω, A to be a κλειδοῦχος, κ. θεᾶς< to be her priestess, E.IT1463: abs., κλειδουχοῦντος Ἀρίστωνος OGI170 (Delos, ii/i B.C.). II γλώσσης πικροῖς κέντροισι κλῃδουχούμενοι, perhaps kept in check, E.HF 1288.
German (Pape)
[Seite 1447] = κλῃδουχέω, Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir les clefs (d'un temple), être surveillant ou prêtre d'un temple.
Étymologie: κλειδοῦχος.
Greek (Liddell-Scott)
κλειδουχέω: Ἀττ. κλῃδ-, εἶμαι κλειδοῦχος, κλ. θεᾶς, εἶμαι ἱέρεια αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 1463. ΙΙ. παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἡρ. Μαιν. 1288, εὑρίσκομεν παθ. μετοχ. κλῃδουχούμενοι, ὅπερ ὁ Matthiä ἑρμηνεύει, ἐκ τοῦ πλησίον παρατηρούμενοι, παραφυλαττόμενοι ἀλλ’ ἡ λέξις εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένη, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ.
Greek Monotonic
κλειδουχέω: Αττ. κλῃδ-, μέλ. -ήσω,
I. είμαι κύριος, υπεύθυνος των κλειδιών, κλ. θεᾶς, είμαι ιέρειά της, σε Ευρ.
II. Παθ., παρατηρούμαι στενά, παραφυλάττομαι, στον ίδ.
Middle Liddell
κλειδουχέω,
I. to have charge of the keys, κλ. θεᾶς to be her priestess, Eur.
II. Pass. to be closely watched kept in check, Eur. [from κλειδοῦχος