κορίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kori/zomai | |Beta Code=kori/zomai | ||
|Definition=([[κόρη]], [[κόριον]] A) [[fondle]], [[caress]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>68</span>; cf. [[ὑποκορίζομαι]], [[κουρίζω]] (A). | |Definition=([[κόρη]], [[κόριον]] A) [[fondle]], [[caress]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>68</span>; cf. [[ὑποκορίζομαι]], [[κουρίζω]] (A). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=caresser comme fait une jeune fille, cajoler, câliner.<br />'''Étymologie:''' [[κόρη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορίζομαι''': ([[κόρη]], [[κόριον]]) ἀποθ., περιποιοῦμαι, [[θωπεύω]], [[κολακεύω]] καὶ ὑποκοριστικῶς καλῶ, «χαϊδεύω», Ἀριστοφ. Νεφ. 68· ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης [[εἶναι]] συχνότερον τὸ [[ὑποκορίζομαι]]· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[κουρίζω]]. | |lstext='''κορίζομαι''': ([[κόρη]], [[κόριον]]) ἀποθ., περιποιοῦμαι, [[θωπεύω]], [[κολακεύω]] καὶ ὑποκοριστικῶς καλῶ, «χαϊδεύω», Ἀριστοφ. Νεφ. 68· ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης [[εἶναι]] συχνότερον τὸ [[ὑποκορίζομαι]]· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[κουρίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:25, 1 October 2022
English (LSJ)
(κόρη, κόριον A) fondle, caress, Ar.Nu.68; cf. ὑποκορίζομαι, κουρίζω (A).
French (Bailly abrégé)
caresser comme fait une jeune fille, cajoler, câliner.
Étymologie: κόρη.
Greek (Liddell-Scott)
κορίζομαι: (κόρη, κόριον) ἀποθ., περιποιοῦμαι, θωπεύω, κολακεύω καὶ ὑποκοριστικῶς καλῶ, «χαϊδεύω», Ἀριστοφ. Νεφ. 68· ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης εἶναι συχνότερον τὸ ὑποκορίζομαι· πρβλ. ὡσαύτως κουρίζω.
Greek Monolingual
κορίζομαι (ΑM) κόρη
θωπεύω, χαϊδεύω, περιποιούμαι, καλοπιάνω, κολακεύω («τοῦτον τὸν υἱὸν λαμβάνουσ' ἐκορίζετο», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
κορίζομαι: (κόρη), αποθ., περιποιούμαι, θωπεύω, κολακεύω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κορίζομαι: по-девичьи ласкаться Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορίζομαι [κόρη] lieve woordjes zeggen.