κυνόδους: Difference between revisions
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kuno/dous | |Beta Code=kuno/dous | ||
|Definition=δοντος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[canine tooth]], prop. of [[dog]]s, Arist.PA661b9, HA501b7; of lions, ib.579b12; of men, Hp.Aph.3.25, Epich.21 (in form κυνόδων); of horses, X.Eq.6.8, Arist.HA576b17; of a [[serpent]]'s [[fang]], Nic. Th.130, 231.<br><span class="bld">2</span> in plural, [[teeth]] of a [[saw]], Ael.NA10.20. | |Definition=δοντος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[canine tooth]], prop. of [[dog]]s, Arist.PA661b9, HA501b7; of lions, ib.579b12; of men, Hp.Aph.3.25, Epich.21 (in form κυνόδων); of horses, X.Eq.6.8, Arist.HA576b17; of a [[serpent]]'s [[fang]], Nic. Th.130, 231.<br><span class="bld">2</span> in plural, [[teeth]] of a [[saw]], Ael.NA10.20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όδοντος (ὁ) :<br /><b>1</b> dent canine des hommes et des animaux;<br /><b>2</b> dent de scie.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ὀδούς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠνόδους''': δοντος, ὁ, ὁ ὀξὺς μονοκόρυφος ὀδοὺς μεταξὺ τῶν τραπεζιτῶν καὶ τομέων ἑκατέρας σιαγόνος, [[κυρίως]] ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, π. Ζ. Ἱστ. 2. 3, 1., 6. 20, 11· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λεόντων, [[αὐτόθι]] 6. 31, 3· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἐπίχ. 9 Ahr. (ἐν τῷ τύπῳ [[κυνόδων]])· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 6, 8, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 6. 22, 13· ἐπὶ τοῦ δηλητηριώδους ὀδόντος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 130, 231, κτλ. | |lstext='''κῠνόδους''': δοντος, ὁ, ὁ ὀξὺς μονοκόρυφος ὀδοὺς μεταξὺ τῶν τραπεζιτῶν καὶ τομέων ἑκατέρας σιαγόνος, [[κυρίως]] ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, π. Ζ. Ἱστ. 2. 3, 1., 6. 20, 11· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λεόντων, [[αὐτόθι]] 6. 31, 3· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἐπίχ. 9 Ahr. (ἐν τῷ τύπῳ [[κυνόδων]])· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 6, 8, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 6. 22, 13· ἐπὶ τοῦ δηλητηριώδους ὀδόντος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 130, 231, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:29, 1 October 2022
English (LSJ)
δοντος, ὁ,
A canine tooth, prop. of dogs, Arist.PA661b9, HA501b7; of lions, ib.579b12; of men, Hp.Aph.3.25, Epich.21 (in form κυνόδων); of horses, X.Eq.6.8, Arist.HA576b17; of a serpent's fang, Nic. Th.130, 231.
2 in plural, teeth of a saw, Ael.NA10.20.
French (Bailly abrégé)
όδοντος (ὁ) :
1 dent canine des hommes et des animaux;
2 dent de scie.
Étymologie: κύων, ὀδούς.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόδους: δοντος, ὁ, ὁ ὀξὺς μονοκόρυφος ὀδοὺς μεταξὺ τῶν τραπεζιτῶν καὶ τομέων ἑκατέρας σιαγόνος, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, π. Ζ. Ἱστ. 2. 3, 1., 6. 20, 11· ὡσαύτως ἐπὶ λεόντων, αὐτόθι 6. 31, 3· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἐπίχ. 9 Ahr. (ἐν τῷ τύπῳ κυνόδων)· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 6, 8, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 6. 22, 13· ἐπὶ τοῦ δηλητηριώδους ὀδόντος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 130, 231, κτλ.
Greek Monolingual
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynodon < κυνόδων «κυνόδους»].
Greek Monotonic
κῠνόδους: -οντος, ὁ, κυνόδοντας, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνόδους: όδοντος ὁ клык Xen., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνόδους -οντος, ὁ [κύων, ὀδούς] hoektand.