μεσοπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0139.png Seite 139]] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. [[μεσαιπόλιος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0139.png Seite 139]] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. [[μεσαιπόλιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μεσαιπόλιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσοπόλιος''': -ον, ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] τοῦ [[μεσαιπόλιος]] (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, [[ἔνθα]] νῦν γράφεται [[μεσαιπόλιος]], ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.
|lstext='''μεσοπόλιος''': -ον, ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] τοῦ [[μεσαιπόλιος]] (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, [[ἔνθα]] νῦν γράφεται [[μεσαιπόλιος]], ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μεσαιπόλιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:30, 1 October 2022

German (Pape)

[Seite 139] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μεσαιπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοπόλιος: -ον, ὁ ὁμαλὸς τύπος τοῦ μεσαιπόλιος (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, ἔνθα νῦν γράφεται μεσαιπόλιος, ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.

Greek Monolingual

μεσοπόλιος και μεσαιπόλιος, -ον (ΑM)
1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης
2. (κατ' επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υπο-πόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο)-].

Greek Monotonic

μεσοπόλιος: -ον, κανονικός τύπος αντί μεσαιπόλιος, σε Αίσωπ.

Russian (Dvoretsky)

μεσοπόλιος: Aesop. = μεσαιπόλιος.

Middle Liddell

μεσο-πόλιος, ον regular form for μεσαιπόλιος, Aesop.]