κατακαλέω: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] (s. [[καλέω]]), herunter-, herbeirufen; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc. 1, 24; δούλους ἐπ' ἐλευθερίᾳ κατακεκλημένους Strab. XIV, 646; – zurückrufen, τοὺς φεύγοντας Pol. 26, 5, 1 u. Sp.; – anrufen, τοὺς θεούς Plut. Them. 13, im med.; App. Pun. 81. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] (s. [[καλέω]]), herunter-, herbeirufen; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc. 1, 24; δούλους ἐπ' ἐλευθερίᾳ κατακεκλημένους Strab. XIV, 646; – zurückrufen, τοὺς φεύγοντας Pol. 26, 5, 1 u. Sp.; – anrufen, τοὺς θεούς Plut. Them. 13, im med.; App. Pun. 81. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> appeler, convoquer, acc.;<br /><b>2</b> rappeler (d'exil, <i>etc.</i>) acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κατακαλέομαι]], [[κατακαλοῦμαι]];<br /><b>1</b> appeler, mander;<br /><b>2</b> invoquer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καλέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακᾰλέω''': μέλλ. -έσω, καλῷ [[κάτω]], προσκαλῶ, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθεὶς Θουκ. 1. 24· κ. δούλους ἐπ’ ἐλευθερίᾳ Στράβ. 646.- Μέσ., κ. Ἀθήναζε Πλουτ. Σόλων 24. ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Ἀππ. Καρχηδ. 81· οὕτω, κατακαλέσασθαι, διαφ. γραφ., Ἰσοκρ. 218C, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 13. ΙΙΙ. καλῶ [[ὀπίσω]], ἀνακαλῶ, τοὺς φεύγοντας ἐκ τῆς ἐξορίας Πολύβ. 26. 5, 1, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 232Α. | |lstext='''κατακᾰλέω''': μέλλ. -έσω, καλῷ [[κάτω]], προσκαλῶ, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθεὶς Θουκ. 1. 24· κ. δούλους ἐπ’ ἐλευθερίᾳ Στράβ. 646.- Μέσ., κ. Ἀθήναζε Πλουτ. Σόλων 24. ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Ἀππ. Καρχηδ. 81· οὕτω, κατακαλέσασθαι, διαφ. γραφ., Ἰσοκρ. 218C, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 13. ΙΙΙ. καλῶ [[ὀπίσω]], ἀνακαλῶ, τοὺς φεύγοντας ἐκ τῆς ἐξορίας Πολύβ. 26. 5, 1, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 232Α. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:30, 1 October 2022
English (LSJ)
A call down, Plu.Oth.18; but usually summon, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Th.1.24; δοῦλοι -κεκλημένοι ἐπ' ἐλευθερίᾳ Str. 14.1.38:—Med., κ. Ἀθήναζε Plu.Sol.24; call upon for performance, BGU1185.25 (i B.C.). II call upon, invoke, τοὺς θεούς App.Pun. 81; κατακαλέσασθαι v.l. Isoc.10.61, cf. Plu.Them.13. 2 appeal to, τοὺς ἐπιδώσοντας SIG591.3 (Lampsacus, ii B.C.). III call back, recall, εἰς τὴν Μακεδονίαν Plb.25.3.1, cf. Oenom. ap. Eus.PE5.34.
German (Pape)
[Seite 1351] (s. καλέω), herunter-, herbeirufen; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc. 1, 24; δούλους ἐπ' ἐλευθερίᾳ κατακεκλημένους Strab. XIV, 646; – zurückrufen, τοὺς φεύγοντας Pol. 26, 5, 1 u. Sp.; – anrufen, τοὺς θεούς Plut. Them. 13, im med.; App. Pun. 81.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 appeler, convoquer, acc.;
2 rappeler (d'exil, etc.) acc.;
Moy. κατακαλέομαι, κατακαλοῦμαι;
1 appeler, mander;
2 invoquer.
Étymologie: κατά, καλέω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῷ κάτω, προσκαλῶ, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθεὶς Θουκ. 1. 24· κ. δούλους ἐπ’ ἐλευθερίᾳ Στράβ. 646.- Μέσ., κ. Ἀθήναζε Πλουτ. Σόλων 24. ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Ἀππ. Καρχηδ. 81· οὕτω, κατακαλέσασθαι, διαφ. γραφ., Ἰσοκρ. 218C, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 13. ΙΙΙ. καλῶ ὀπίσω, ἀνακαλῶ, τοὺς φεύγοντας ἐκ τῆς ἐξορίας Πολύβ. 26. 5, 1, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 232Α.
Greek Monotonic
κατακᾰλέω: μέλ. -έσω, καλώ κάτω, συγκαλώ, προσκαλώ, σε Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κατακᾰλέω:
1) звать, вызывать (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе (Ἀθήναζε Plut.);
2) звать обратно (τοὺς φεύγοντας Polyb.);
3) призывать (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-καλέω ontbieden, uitnodigen:; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς uit zijn moederstad ontboden Thuc. 1.24.2; ook med.: κ. Ἀθήναζε naar Athene ontbieden Plut. Sol. 24.4. aanroepen (van goden).