μετεγγράφω: Difference between revisions
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] anders einschreiben, in einer Liste Eingeschriebenes umändern, οὐδεὶς μετεγγραφήσεται, ἀλλ' [[ὅςπερ]] ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται, Ar. Equ. 1367. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] anders einschreiben, in einer Liste Eingeschriebenes umändern, οὐδεὶς μετεγγραφήσεται, ἀλλ' [[ὅςπερ]] ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται, Ar. Equ. 1367. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=inscrire sur un nouveau registre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἐγγράφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετεγγράφω''': [[ἐγγράφω]] εἰς νέον κατάλογον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, κατὰ β΄ παθ. μέλλ. μετεγγραφήσεται. | |lstext='''μετεγγράφω''': [[ἐγγράφω]] εἰς νέον κατάλογον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, κατὰ β΄ παθ. μέλλ. μετεγγραφήσεται. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:35, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], A place upon a new register, Ar.Eq.1370 (fut. 2 Pass. μετεγγραφήσεται); re-register, τὸν ἐωνημένον Thphr.Fr.97.3; ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἄνδρας Sch.Pi.O.9.134. 2 rewrite, prob. f.l. for μεταγρ- in Luc.Hist.Conscr.5.
German (Pape)
[Seite 157] anders einschreiben, in einer Liste Eingeschriebenes umändern, οὐδεὶς μετεγγραφήσεται, ἀλλ' ὅςπερ ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται, Ar. Equ. 1367.
French (Bailly abrégé)
inscrire sur un nouveau registre.
Étymologie: μετά, ἐγγράφω.
Greek (Liddell-Scott)
μετεγγράφω: ἐγγράφω εἰς νέον κατάλογον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, κατὰ β΄ παθ. μέλλ. μετεγγραφήσεται.
Greek Monolingual
(Α μετεγγράφω)
1. εγγράφω εκ νέου, ξαναγράφω
2. εγγράφω σε νέο κατάλογο
3. (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) εγγράφω από ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο σε άλλο ή από έναν σύλλογο σε άλλο, μεταγράφω.
Greek Monotonic
μετεγγράφω: μέλ. -ψω, εγγράφω σε νέο κατάλογο· γʹ ενικ. Παθ. μέλ. βʹ, μετεγγραφήσεται, θα εγγραφεί σε νέο κατάλογο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μετεγγράφω: (ᾰ) переписывать в другую категорию, вносить в другой список: οὐδεὶς μετεγγραφήσεται Arph. никто не будет внесен в другой список (о перечислении из одной воинской категории в другую).
Middle Liddell
fut. ψω
to put upon a new register: 3 sg. fut. 2 pass. μετεγγραφήσεται he will be put on a new register, Ar.