καμηλίτης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chamelier.<br />'''Étymologie:''' [[κάμηλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμηλίτης''': ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, [[καμηλάριος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, [[καμηλοβάτης]], Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - [[ὡσαύτως]] [[καμηλέμπορος]], Στράβ. 39, 748. 2) καμ. [[βοῦς]], πιθανῶς ὁ [[βόαγρος]], Σουΐδ.
|lstext='''κᾰμηλίτης''': ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, [[καμηλάριος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, [[καμηλοβάτης]], Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - [[ὡσαύτως]] [[καμηλέμπορος]], Στράβ. 39, 748. 2) καμ. [[βοῦς]], πιθανῶς ὁ [[βόαγρος]], Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chamelier.<br />'''Étymologie:''' [[κάμηλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:44, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλίτης Medium diacritics: καμηλίτης Low diacritics: καμηλίτης Capitals: ΚΑΜΗΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kamēlítēs Transliteration B: kamēlitēs Transliteration C: kamilitis Beta Code: kamhli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A camel driver, Arist.HA630b35, POxy.710.4 (ii B.C.), etc.; camel rider, Hld.10.5, Hdn.4.15.2. 2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27. II καμηλίτης βοῦς, prob. buffalo, Suid.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chamelier.
Étymologie: κάμηλος.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλίτης: ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, καμηλάριος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, καμηλοβάτης, Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - ὡσαύτως καμηλέμπορος, Στράβ. 39, 748. 2) καμ. βοῦς, πιθανῶς ὁ βόαγρος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

καμηλίτης, ὁ (Α)
1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.)
2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα
3. καμηλέμπορος
4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῦς» — άγριο βόδι, βόαγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ίτης (πρβλ. αμαξίτης, θαλασσίτης)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰμηλίτης: ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.

Translations

Arabic: جَمَّال‎, جَمَّالَة‎; Dutch: kameeldrijver, kameeldrijfster; French: chamelier, chamelière; German: Kameltreiber, Kameltreiberin; Ancient Greek: καμηλάτης, καμηλάριος, καμηλίτης; Persian: ساربان‎; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare