κηρωτός: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1435.png Seite 1435]] mit Wachs überzogen; τὸ κηρωτόν, auch ἡ [[κηρωτή]], ein Wachs- oder Heftpflaster, Medic., u. eine pomadenartige Wachssalbe, Ar. Ach. 1176 u. Sp. – Auch eine Schminke, Ar. frg. 309, vgl. Poli. 10, 150.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1435.png Seite 1435]] mit Wachs überzogen; τὸ κηρωτόν, auch ἡ [[κηρωτή]], ein Wachs- oder Heftpflaster, Medic., u. eine pomadenartige Wachssalbe, Ar. Ach. 1176 u. Sp. – Auch eine Schminke, Ar. frg. 309, vgl. Poli. 10, 150.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />mêlé de cire ; ἡ κηρωτή cérat.<br />'''Étymologie:''' [[κηρόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κηρωτός''': -ή, -όν, ([[κηρόω]]) κεκαλυμμένος μὲ κηρόν· κηρωτή, ἡ, = [[κήρωμα]] 2, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ ἢ ἀλοιφὴ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἰατροῖς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1176· [[εἶδος]] ἀλοιφῆς πρὸς καλλωπισμόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 309· [[ὡσαύτως]] κηρωτόν, τό, Πλίν., Martial.
|lstext='''κηρωτός''': -ή, -όν, ([[κηρόω]]) κεκαλυμμένος μὲ κηρόν· κηρωτή, ἡ, = [[κήρωμα]] 2, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ ἢ ἀλοιφὴ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἰατροῖς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1176· [[εἶδος]] ἀλοιφῆς πρὸς καλλωπισμόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 309· [[ὡσαύτως]] κηρωτόν, τό, Πλίν., Martial.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />mêlé de cire ; ἡ κηρωτή cérat.<br />'''Étymologie:''' [[κηρόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κηρωτός]], -ή, -όν)<br />[[κηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο επιχρισμένος με [[κερί]] για να γίνει [[αδιάβροχος]] («κηρωτό ύφασμα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κηρωτή]] [[αλοιφή]]» — η [[κηραλοιφή]]<br />β) «κηρωτό [[έμπλαστρο]]» ή «κηρωτό» — φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε [[λεπτό]] ύφασμα, το [[τσιρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κηρωτή]]<br />[[αλοιφή]] από [[κερί]] για ιατρική ή και καλλωπιστική [[χρήση]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κηρωτός]], -ή, -όν)<br />[[κηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο επιχρισμένος με [[κερί]] για να γίνει [[αδιάβροχος]] («κηρωτό ύφασμα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κηρωτή]] [[αλοιφή]]» — η [[κηραλοιφή]]<br />β) «κηρωτό [[έμπλαστρο]]» ή «κηρωτό» — φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε [[λεπτό]] ύφασμα, το [[τσιρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κηρωτή]]<br />[[αλοιφή]] από [[κερί]] για ιατρική ή και καλλωπιστική [[χρήση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κηρωτός:''' -ή, -όν ([[κηρόω]]), ο καλυμμένος με [[κερί]]· [[κηρωτή]], <i>ἡ</i>, [[έμπλαστρο]] ή [[αλοιφή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κηρωτός:''' -ή, -όν ([[κηρόω]]), ο καλυμμένος με [[κερί]]· [[κηρωτή]], <i>ἡ</i>, [[έμπλαστρο]] ή [[αλοιφή]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 1 October 2022

German (Pape)

[Seite 1435] mit Wachs überzogen; τὸ κηρωτόν, auch ἡ κηρωτή, ein Wachs- oder Heftpflaster, Medic., u. eine pomadenartige Wachssalbe, Ar. Ach. 1176 u. Sp. – Auch eine Schminke, Ar. frg. 309, vgl. Poli. 10, 150.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mêlé de cire ; ἡ κηρωτή cérat.
Étymologie: κηρόω.

Greek (Liddell-Scott)

κηρωτός: -ή, -όν, (κηρόω) κεκαλυμμένος μὲ κηρόν· κηρωτή, ἡ, = κήρωμα 2, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ ἢ ἀλοιφὴ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἰατροῖς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1176· εἶδος ἀλοιφῆς πρὸς καλλωπισμόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 309· ὡσαύτως κηρωτόν, τό, Πλίν., Martial.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κηρωτός, -ή, -όν)
κηρώ
νεοελλ.
1. ο επιχρισμένος με κερί για να γίνει αδιάβροχος («κηρωτό ύφασμα»)
2. φρ. α) «κηρωτή αλοιφή» — η κηραλοιφή
β) «κηρωτό έμπλαστρο» ή «κηρωτό» — φαρμακευτικό σκεύασμα από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε λεπτό ύφασμα, το τσιρότο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.κηρωτή
αλοιφή από κερί για ιατρική ή και καλλωπιστική χρήση.

Greek Monotonic

κηρωτός: -ή, -όν (κηρόω), ο καλυμμένος με κερί· κηρωτή, , έμπλαστρο ή αλοιφή, σε Αριστοφ.