Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νειόθι: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0236.png Seite 236]] ion. = νεόθι, zu unterst, tief unten, im Innersten; [[νειόθι]] λίμνης, Il. 21, 317; δάκε [[νειόθι]] θυμόν, es kränkte tief sein Herz, Hes. Th. 267; sp. D., [[νειόθι]] γαίης, πέτρης, Ap. Rh. 1, 63. 990, unter dem Felsen; über die Betonung νείοθι vgl. Schäf Schol. Par. Ap. Rh. 2, 355.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0236.png Seite 236]] ion. = νεόθι, zu unterst, tief unten, im Innersten; [[νειόθι]] λίμνης, Il. 21, 317; δάκε [[νειόθι]] θυμόν, es kränkte tief sein Herz, Hes. Th. 267; sp. D., [[νειόθι]] γαίης, πέτρης, Ap. Rh. 1, 63. 990, unter dem Felsen; über die Betonung νείοθι vgl. Schäf Schol. Par. Ap. Rh. 2, 355.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>ion.</i><br />au fond de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], -θι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νειόθῐ''': Ἰων. ἀντὶ νεόθι, Ἐπίρρ., ([[νέος]]) ἐν τῷ βάθει, κατὰ [[βάθος]], δάκε [[νειόθι]] θυμόν, τοῦ ἐκέντησε βαθύτατα τὴν καρδίαν, Ἡσ. Θ. 567· μετὰ γεν., [[νειόθι]] λίμνης Ἰλ. Φ. 317. 2) [[ὑποκάτω]], [[κάτω]], ἀντίθετον τῷ [[ὑψόθι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 355· κύπτων, κεκυφώς, Γ. 707· μετὰ γεν., ὡς τὸ ὑπό, Ἄρατ. 89. [Τὸ ι σπανίως ἐκθλίβεται, ὡς ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 520].
|lstext='''νειόθῐ''': Ἰων. ἀντὶ νεόθι, Ἐπίρρ., ([[νέος]]) ἐν τῷ βάθει, κατὰ [[βάθος]], δάκε [[νειόθι]] θυμόν, τοῦ ἐκέντησε βαθύτατα τὴν καρδίαν, Ἡσ. Θ. 567· μετὰ γεν., [[νειόθι]] λίμνης Ἰλ. Φ. 317. 2) [[ὑποκάτω]], [[κάτω]], ἀντίθετον τῷ [[ὑψόθι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 355· κύπτων, κεκυφώς, Γ. 707· μετὰ γεν., ὡς τὸ ὑπό, Ἄρατ. 89. [Τὸ ι σπανίως ἐκθλίβεται, ὡς ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 520].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>ion.</i><br />au fond de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], -θι.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειόθῐ Medium diacritics: νειόθι Low diacritics: νειόθι Capitals: ΝΕΙΟΘΙ
Transliteration A: neióthi Transliteration B: neiothi Transliteration C: neiothi Beta Code: neio/qi

English (LSJ)

Ion. Adv. (cf. νέατος A) A at the bottom, δάκεν δέ ἑ ν. θυμόν it stung him to his heart's core, Hes.Th.567: c. gen., ν. λίμνης Il.21.317. 2 under, beneath, opp. ὑψόθι, A.R.2.355; in stooping posture, Id.3.706: c. gen., ν. γαίης Id.1.63, cf. Arat.89. [ι is rarely elided, as in Nic.Al.520.]

German (Pape)

[Seite 236] ion. = νεόθι, zu unterst, tief unten, im Innersten; νειόθι λίμνης, Il. 21, 317; δάκε νειόθι θυμόν, es kränkte tief sein Herz, Hes. Th. 267; sp. D., νειόθι γαίης, πέτρης, Ap. Rh. 1, 63. 990, unter dem Felsen; über die Betonung νείοθι vgl. Schäf Schol. Par. Ap. Rh. 2, 355.

French (Bailly abrégé)

adv.
ion.
au fond de, gén..
Étymologie: νέος, -θι.

Greek (Liddell-Scott)

νειόθῐ: Ἰων. ἀντὶ νεόθι, Ἐπίρρ., (νέος) ἐν τῷ βάθει, κατὰ βάθος, δάκε νειόθι θυμόν, τοῦ ἐκέντησε βαθύτατα τὴν καρδίαν, Ἡσ. Θ. 567· μετὰ γεν., νειόθι λίμνης Ἰλ. Φ. 317. 2) ὑποκάτω, κάτω, ἀντίθετον τῷ ὑψόθι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 355· κύπτων, κεκυφώς, Γ. 707· μετὰ γεν., ὡς τὸ ὑπό, Ἄρατ. 89. [Τὸ ι σπανίως ἐκθλίβεται, ὡς ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 520].

English (Autenrieth)

(νέος): below; λίμνης, ‘down in the depths of the sea,’ Il. 21.317†.

Greek Monolingual

νειόθι (Α)
επίρρ. ιων. τ.
1. στο βάθος, βαθύτατα, κατά βάθος («δάκεν δὲ ἑ νειόθι θυμόν», Ησίοδ.)
2. κάτω, από κάτω («νειόθ' ὑφισταμένην», Νίκ. Αλεξ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. κυκλό-θι, ουρανό-θι)].

Greek Monotonic

νειόθῐ: (νέος), Ιων. αντί νεόθι, επίρρ., στο βάθος, κατά βάθος· δάκε νειόθι θυμόν, τον κέντρισε στο βάθος της καρδιάς του, σε Ησίοδ.· με γεν., νειόθι λίμνης, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νειόθῐ:
I adv. до глубины: ν. θυμόν Hes. до глубины души.
II praep. cum gen. в глубине (λίμνης Hom.).

Middle Liddell

νέος
at the bottom, δάκε νειόθι θυμόν it stung him to his heart's core, Hes.: c. gen., νειόθι λίμνης Il.