κοτήεις: Difference between revisions Search Google

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=koth/eis
|Beta Code=koth/eis
|Definition=εσσα, εν, [[wrathful]], [[jealous]], θεός <span class="bibl">Il.5.191</span>, cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>189.12</span>.
|Definition=εσσα, εν, [[wrathful]], [[jealous]], θεός <span class="bibl">Il.5.191</span>, cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>189.12</span>.
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />irrité ; vindicatif.<br />'''Étymologie:''' [[κότος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοτήεις''': εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[κοτήεις]] [[στέφανος]] ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».
|lstext='''κοτήεις''': εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[κοτήεις]] [[στέφανος]] ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />irrité ; vindicatif.<br />'''Étymologie:''' [[κότος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτήεις Medium diacritics: κοτήεις Low diacritics: κοτήεις Capitals: ΚΟΤΗΕΙΣ
Transliteration A: kotḗeis Transliteration B: kotēeis Transliteration C: kotieis Beta Code: koth/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, wrathful, jealous, θεός Il.5.191, cf. A.D.Adv.189.12.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
irrité ; vindicatif.
Étymologie: κότος.

Greek (Liddell-Scott)

κοτήεις: εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «κοτήεις στέφανος ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».

English (Autenrieth)

wrathful, Il. 5.191†.

Greek Monolingual

κοτήεις και κοτόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -ήεις / -όεις (πρβλ. δενδρ-ήεις / κυκλ-όεις)].

Greek Monotonic

κοτήεις: -εσσα, -εν, οργισμένος, φθονερός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κοτήεις: ήεσσα, ῆεν разгневанный, раздраженный (θεός Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτήεις -εσσα -εν [κότος] wrok koesterend.

Middle Liddell

κοτήεις, εσσα, εν
wrathful, jealous, Il.