μυττός: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] mutus, stumm, Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] mutus, stumm, Hesych. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>litt.</i> « le muet » (<i>antonyme de</i> [[τιτίς]] <i>en quelque sorte), pour désigner</i> le sexe de la femme.<br />'''Étymologie:''' DELG plaisanterie. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυττός''': -όν, Λατ. mutus, «ἐν[ν]εός. καὶ τὸ [[γυναικεῖον]]» Ἡσύχ.· πρβλ. [[μύδος]]. | |lstext='''μυττός''': -όν, Λατ. mutus, «ἐν[ν]εός. καὶ τὸ [[γυναικεῖον]]» Ἡσύχ.· πρβλ. [[μύδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:51, 1 October 2022
English (LSJ)
όν, A dumb, Hsch. II = γυναικεῖον αἰδοῖον, Id.
German (Pape)
[Seite 223] mutus, stumm, Hesych.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
litt. « le muet » (antonyme de τιτίς en quelque sorte), pour désigner le sexe de la femme.
Étymologie: DELG plaisanterie.
Greek (Liddell-Scott)
μυττός: -όν, Λατ. mutus, «ἐν[ν]εός. καὶ τὸ γυναικεῖον» Ἡσύχ.· πρβλ. μύδος.
Greek Monolingual
μυττός, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐν[ν]εός (άφωνος)
καὶ τὸ γυναικεῖον (αἰδοῑον)».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «άφωνος» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. μυττός και μύτις. Δεν είναι βέβαιο αν τα -ττ- ανάγονται σε -κy-, (μυττός < μυ-κy-ός), ενώ είναι πιθανό να αποτελούν εκφραστικό διπλασιασμό. Η λ. δήλωνε επίσης και το γυναικείο αιδοίο, χρήση που ανάγεται πιθανόν σε αστεϊσμό και επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία κύριων ον., όπως λ. χ. Μυτᾶς, Μύτις, Μυτίων].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: τὸ γυναικεῖον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 218 compares βύττος τὸ γυναικαῖον αἰδοῖον H, which proves Pre-Greek origin. Cf. μυκός
See also: s. μυκός