κατάχαρμα: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1390.png Seite 1390]] τό, Schadenfreude, ἐχθροῖς, den Feinden ein Gegenstand schadenfrohes Hohns, Theogn. 1103.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1390.png Seite 1390]] τό, Schadenfreude, ἐχθροῖς, den Feinden ein Gegenstand schadenfrohes Hohns, Theogn. 1103.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sujet de joie ; <i>en mauv. part</i> jouet de, objet de moquerie.<br />'''Étymologie:''' [[καταχαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάχαρμα''': τό, ἀντικείμενον χαρᾶς, [[περίγελως]], Λατ. ludibrium, ἐχθροῖς, ἐφ’ ᾧ καταχαίρουσιν οἱ ἐχθροί, Θέογν. 1107.
|lstext='''κατάχαρμα''': τό, ἀντικείμενον χαρᾶς, [[περίγελως]], Λατ. ludibrium, ἐχθροῖς, ἐφ’ ᾧ καταχαίρουσιν οἱ ἐχθροί, Θέογν. 1107.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sujet de joie ; <i>en mauv. part</i> jouet de, objet de moquerie.<br />'''Étymologie:''' [[καταχαίρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχαρμα Medium diacritics: κατάχαρμα Low diacritics: κατάχαρμα Capitals: ΚΑΤΑΧΑΡΜΑ
Transliteration A: katácharma Transliteration B: katacharma Transliteration C: katacharma Beta Code: kata/xarma

English (LSJ)

ατος, τό, mockery, ἐχθροῖς Thgn.1107.

German (Pape)

[Seite 1390] τό, Schadenfreude, ἐχθροῖς, den Feinden ein Gegenstand schadenfrohes Hohns, Theogn. 1103.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet de joie ; en mauv. part jouet de, objet de moquerie.
Étymologie: καταχαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχαρμα: τό, ἀντικείμενον χαρᾶς, περίγελως, Λατ. ludibrium, ἐχθροῖς, ἐφ’ ᾧ καταχαίρουσιν οἱ ἐχθροί, Θέογν. 1107.

Greek Monolingual

κατάχαρμα, τὸ (Α) καταχαίρω
1. πράγμα ή πράξη που προκαλεί χαρά
2. άνθρωπος ή πράγμα που προκαλεί σκωπτικό γέλιο, περίγελος.

Greek Monotonic

κατάχαρμα: -ατος, τό (καταχαίρω), αντικείμενο κοροϊδίας, περίγελως, σε Θέογν.

Middle Liddell

κατάχαρμα, ατος, τό, καταχαίρω
a mockery, Theogn.