μισθαρχίδης: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, wer nach solchen Aemtern strebt, für die man besoldet wird, Ar. Ach. 572, wie [[σπουδαρχίδης]] gebildet. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, wer nach solchen Aemtern strebt, für die man besoldet wird, Ar. Ach. 572, wie [[σπουδαρχίδης]] gebildet. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui recherche les fonctions lucratives.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀρχή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισθαρχίδης''': -ου, ὁ, ([[ἀρχή]]) ὁ κληρονομικὸς [[ὑποψήφιος]] εἰς μισθοδοτούμενα ὑπουργήματα, υἱὸς τοῦ ἐπὶ ἁδρᾷ πληρωμῇ κατέχοντος ὑπούργημά τι, κωμικὸν πατρωνυμικὸν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 597· πρβλ. [[σπουδαρχίδης]]. | |lstext='''μισθαρχίδης''': -ου, ὁ, ([[ἀρχή]]) ὁ κληρονομικὸς [[ὑποψήφιος]] εἰς μισθοδοτούμενα ὑπουργήματα, υἱὸς τοῦ ἐπὶ ἁδρᾷ πληρωμῇ κατέχοντος ὑπούργημά τι, κωμικὸν πατρωνυμικὸν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 597· πρβλ. [[σπουδαρχίδης]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, son of a placeman, Com. patronym. in Ar. Ach.597; cf. σπουδαρχίδης.
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, wer nach solchen Aemtern strebt, für die man besoldet wird, Ar. Ach. 572, wie σπουδαρχίδης gebildet.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui recherche les fonctions lucratives.
Étymologie: μισθός, ἀρχή.
Greek (Liddell-Scott)
μισθαρχίδης: -ου, ὁ, (ἀρχή) ὁ κληρονομικὸς ὑποψήφιος εἰς μισθοδοτούμενα ὑπουργήματα, υἱὸς τοῦ ἐπὶ ἁδρᾷ πληρωμῇ κατέχοντος ὑπούργημά τι, κωμικὸν πατρωνυμικὸν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 597· πρβλ. σπουδαρχίδης.
Greek Monolingual
μισθαρχίδης, ὁ (Α)
(κωμικό πατρων. στον Αριστοφ.) αυτός που επιδιώκει για τον εαυτό του τις εξουσίες και τα δημόσια αξιώματα τα οποία αμείβονται με μισθό («σὺ δ' ἐξ ὅτου περ πόλεμος μισθαρχίδης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀρχή + κατάλ. -ίδης].
Greek Monotonic
μισθαρχίδης: -ου, ὁ (ἀρχή), κωμικ. πατρωνυμ., γιος αξιωματούχου με κληρονομικά δικαιώματα στο αξίωμα του πατέρα του, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μισθαρχίδης: ου ὁ (шутл., по анал. со σπουδαρχίδης) искатель хорошо оплачиваемых должностей, любитель высокого жалованья Arph.
Middle Liddell
μισθ-αρχίδης, ου, ὁ, [ἀρχη]
Comic Patron., son of a placeman, Ar.