μεγαλόπολις: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] eine große Stadt bildend; μεγαλοπόλιες Συράκοσαι, Pind. P. 2, 1; Eur. Troad. 1291 u. Sp. S. auch [[μεγαλόπτολις]] u. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] eine große Stadt bildend; μεγαλοπόλιες Συράκοσαι, Pind. P. 2, 1; Eur. Troad. 1291 u. Sp. S. auch [[μεγαλόπτολις]] u. nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> ιος, <i>att.</i> εως;<br /><i>adj. f.</i><br />qui est une grande ville.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πόλις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόπολις''': ποιητ. -πτολις, ι, ἐπίθ. μεγάλων [[πόλεων]], αἱ μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι, ἡ [[μεγάλη]] καὶ ἰσχυρὰ [[πόλις]], Πινδ. Π. 7. 1· οὕτω, μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσαι [[αὐτόθι]] 2. 1· ἁ μ. [[Τροία]] Εὐρ. Τρῳ. 1291.
|lstext='''μεγᾰλόπολις''': ποιητ. -πτολις, ι, ἐπίθ. μεγάλων [[πόλεων]], αἱ μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι, ἡ [[μεγάλη]] καὶ ἰσχυρὰ [[πόλις]], Πινδ. Π. 7. 1· οὕτω, μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσαι [[αὐτόθι]] 2. 1· ἁ μ. [[Τροία]] Εὐρ. Τρῳ. 1291.
}}
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> ιος, <i>att.</i> εως;<br /><i>adj. f.</i><br />qui est une grande ville.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πόλις]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 22:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόπολις Medium diacritics: μεγαλόπολις Low diacritics: μεγαλόπολις Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: megalópolis Transliteration B: megalopolis Transliteration C: megalopolis Beta Code: megalo/polis

English (LSJ)

epithet of great cities, αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι Pi.P.7.1; μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσαι ib.2.1; ἁ μ. Τροία E.Tr.1291 (lyr.); Ἀθθίς Pae.Delph.8; ἡ λαμπροτάτη μ. Ἀλεξάνδρεια PLips.45.13 (iv A. D.); also of the κόσμος, Ph.1.4, al.

German (Pape)

[Seite 107] eine große Stadt bildend; μεγαλοπόλιες Συράκοσαι, Pind. P. 2, 1; Eur. Troad. 1291 u. Sp. S. auch μεγαλόπτολις u. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

gén. ιος, att. εως;
adj. f.
qui est une grande ville.
Étymologie: μέγας, πόλις.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπολις: ποιητ. -πτολις, ι, ἐπίθ. μεγάλων πόλεων, αἱ μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι, ἡ μεγάλη καὶ ἰσχυρὰ πόλις, Πινδ. Π. 7. 1· οὕτω, μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσαι αὐτόθι 2. 1· ἁ μ. Τροία Εὐρ. Τρῳ. 1291.

English (Slater)

μεγᾰλόπολις f. adj., great city μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσαι (P. 2.1) αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι (P. 7.1)

Greek Monotonic

μεγᾰλόπολις: ποιητ. -πτολις, -ι, λέγεται για μεγάλες, ισχυρές πόλεις, αἱ μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι, η Αθήνα, αυτή η πανίσχυρη πόλη, σε Πίνδ.· ἁμεγαλόπολις Τροία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόπολις: μεγαλόπτολις, ιος, атт. εως adj. f (о городе) большая, обширная (Ἀθᾶναι Pind.; Τροία Eur.).

Middle Liddell


epithet of great cities, αἱ μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι Athens that mighty city, Pind.; ἁ μ. Τροία Eur.