μεταπαύομαι: Difference between revisions

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.
}}
{{bailly
|btext=cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], παύομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπαύομαι''': μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ [[μεταξύ]], μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ἀναπαύομαι [[μεταξύ]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.
|lstext='''μεταπαύομαι''': μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ [[μεταξύ]], μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ἀναπαύομαι [[μεταξύ]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.
}}
{{bailly
|btext=cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], παύομαι.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπαύομαι Medium diacritics: μεταπαύομαι Low diacritics: μεταπαύομαι Capitals: ΜΕΤΑΠΑΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metapaúomai Transliteration B: metapauomai Transliteration C: metapayomai Beta Code: metapau/omai

English (LSJ)

A rest between-whiles, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373. II c. gen., cease from, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115.

German (Pape)

[Seite 152] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.

French (Bailly abrégé)

cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.
Étymologie: μετά, παύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπαύομαι: μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ μεταξύ, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀναπαύομαι μεταξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.

English (Autenrieth)

cease or rest between whiles, Il. 17.373.

Greek Monolingual

μεταπαύομαι (Α)
1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.)
2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι.

Greek Monotonic

μεταπαύομαι: Μέσ., αναπαύομαι στο μεταξύ (διάστημα), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπαύομαι: временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).

Middle Liddell

Mid. to rest between-whiles, Il.