κεραυνοφόρος: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] den Donnerkeil tragend; Ἔρως Plut. Alcib. 16; a. Sp.; [[στρατόπεδον]], legio fulminatrix, D. Cass. 55, 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] den Donnerkeil tragend; Ἔρως Plut. Alcib. 16; a. Sp.; [[στρατόπεδον]], legio fulminatrix, D. Cass. 55, 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui porte la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραυνοφόρος''': -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., [[στρατόπεδον]] κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458. | |lstext='''κεραυνοφόρος''': -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., [[στρατόπεδον]] κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, wielding the thunderbolt, Ἔρως Plu.Alc.16, cf. 2.335a; κ. στρατόπεδον Legio XII Fulminata, D.C.55.23: as substantive, title of a priest at Seleucia in Pieria, OGl1245.47 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1423] den Donnerkeil tragend; Ἔρως Plut. Alcib. 16; a. Sp.; στρατόπεδον, legio fulminatrix, D. Cass. 55, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοφόρος: -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., στρατόπεδον κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοφόρος, -ον)
αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῑρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)
μσν.
αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κεραυνοφόρος
τίτλος ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κεραυνοφόρος: -ον, αυτός που χειρίζεται τον κεραυνό, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνοφόρος -ον [κεραυνός, φέρω] bliksemdragend; ὁ κεραυνοφόρος de bliksemdrager (Alexander).
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοφόρος: несущий молнии, разящий как молния (Ἔρως Plut.).
Middle Liddell
κεραυνο-φόρος, ον
wielding the thunderbolt, Plut.