μεταίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] ὁ, der Bettler, Luc. Necyom. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] ὁ, der Bettler, Luc. Necyom. 15.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />mendiant.<br />'''Étymologie:''' [[μεταιτέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταίτης''': -ου, ὁ, [[ἐπαίτης]], Λουκ. Νεκυομαντ. 15, Ἀρτεμίδ. 3. 53· ― παρὰ Σουΐδ. ὑπάρχει καὶ [[τύπος]] [[μέταιτος]], περὶ οὗ λέγει: «[[μέταιτος]], [[προσαίτης]], [[ἐπαίτης]]», ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 133, πρβλ. καὶ τὴν λέξιν, [[προΐκτης]].
|lstext='''μεταίτης''': -ου, ὁ, [[ἐπαίτης]], Λουκ. Νεκυομαντ. 15, Ἀρτεμίδ. 3. 53· ― παρὰ Σουΐδ. ὑπάρχει καὶ [[τύπος]] [[μέταιτος]], περὶ οὗ λέγει: «[[μέταιτος]], [[προσαίτης]], [[ἐπαίτης]]», ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 133, πρβλ. καὶ τὴν λέξιν, [[προΐκτης]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />mendiant.<br />'''Étymologie:''' [[μεταιτέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταίτης Medium diacritics: μεταίτης Low diacritics: μεταίτης Capitals: ΜΕΤΑΙΤΗΣ
Transliteration A: metaítēs Transliteration B: metaitēs Transliteration C: metaitis Beta Code: metai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, beggar, Ph.2.516, Luc.Nec.15 (s.v.l.), Artem. 3.53.

German (Pape)

[Seite 147] ὁ, der Bettler, Luc. Necyom. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mendiant.
Étymologie: μεταιτέω.

Greek (Liddell-Scott)

μεταίτης: -ου, ὁ, ἐπαίτης, Λουκ. Νεκυομαντ. 15, Ἀρτεμίδ. 3. 53· ― παρὰ Σουΐδ. ὑπάρχει καὶ τύπος μέταιτος, περὶ οὗ λέγει: «μέταιτος, προσαίτης, ἐπαίτης», ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 133, πρβλ. καὶ τὴν λέξιν, προΐκτης.

Greek Monolingual

μεταίτης και, κατά το λεξ. Σούδα, μέταιτος, ὁ (Α) μεταιτώ
επαίτης, ζητιάνος.

Greek Monotonic

μεταίτης: -ου, ὁ, ζητιάνος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταίτης: ου ὁ просящий подаяния, нищий Luc.

Middle Liddell

μεταίτης, ου, ὁ, [from μεταιτέω
a beggar, Luc.