οἰωνοπόλος: Difference between revisions
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=oi)wnopo/los | |Beta Code=oi)wnopo/los | ||
|Definition=ὁ, [[one busied with the flight and cries of birds]], [[an augur]], <span class="bibl">Il.1.69</span>,<span class="bibl">6.76</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>57</span>(lyr.);=Lat. [[augur]], <span class="bibl">D.H.2.64</span>,<span class="bibl">3.69</span>: as adjective, -πόλον γέρας <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span>4.30</span>. | |Definition=ὁ, [[one busied with the flight and cries of birds]], [[an augur]], <span class="bibl">Il.1.69</span>,<span class="bibl">6.76</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>57</span>(lyr.);=Lat. [[augur]], <span class="bibl">D.H.2.64</span>,<span class="bibl">3.69</span>: as adjective, -πόλον γέρας <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span>4.30</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui prédit l'avenir d'après le vol <i>ou</i> le cri des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνός]], [[πέλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰωνοπόλος''': ὁ, ([[πέλω]], [[πολέω]]) ὁ ἀσχολούμενος εἰς τὴν ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν μαντείαν, [[μάντις]], ὡς [[οἰωνιστής]], [[οἰωνόμαντις]], Ἰλ. Α. 69, Ζ. 76, Αἰσχύλ. Ἱκ. 57, Διον. Ἁλ. 3. 69, κτλ. | |lstext='''οἰωνοπόλος''': ὁ, ([[πέλω]], [[πολέω]]) ὁ ἀσχολούμενος εἰς τὴν ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν μαντείαν, [[μάντις]], ὡς [[οἰωνιστής]], [[οἰωνόμαντις]], Ἰλ. Α. 69, Ζ. 76, Αἰσχύλ. Ἱκ. 57, Διον. Ἁλ. 3. 69, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 22:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, one busied with the flight and cries of birds, an augur, Il.1.69,6.76, A.Supp.57(lyr.);=Lat. augur, D.H.2.64,3.69: as adjective, -πόλον γέρας Pi.Pae.4.30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prédit l'avenir d'après le vol ou le cri des oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, πέλω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοπόλος: ὁ, (πέλω, πολέω) ὁ ἀσχολούμενος εἰς τὴν ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν μαντείαν, μάντις, ὡς οἰωνιστής, οἰωνόμαντις, Ἰλ. Α. 69, Ζ. 76, Αἰσχύλ. Ἱκ. 57, Διον. Ἁλ. 3. 69, κτλ.
English (Autenrieth)
(πολέω): versed in omens drawn from birds, seer, pl., Il. 1.69 and Il. 6.76.
English (Slater)
οἰωνοπόλος of bird augury ὅ γε Μέλαμπος θέμενος οἰωνοπόλον γέρας (cf. Apoll., Bibl. 1. 9. 11, ὁ δὲ (sc. Μελάμπους) — τῶν ὑπερπετομένων ὀρνέων τὰς φωνὰς συνίει, καὶ παρ' ἐκείνων μανθάνων προύλεγε τοῖς ἀνθρώποις τὰ μέλλοντα) (Pae. 4.30)
Greek Monolingual
οἰωνοπόλος, ὁ (Α)
οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θαλαμηπόλος, θεσμο-πόλος.
Greek Monotonic
οἰωνοπόλος: ὁ (πολέω), αυτός που ασχολείται με τα σημεία που παρέχουν το πέταγμα και οι κραυγές των πουλιών, μάντης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνοπόλος: ὁ птицегадатель Hom., Aesch., Plut.
Middle Liddell
οἰωνο-πόλος, ὁ, πολέω
one busied with the flight and cries of birds, an augur, Il., etc.