μυλλός: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] mit verzerrten Lippen, verrenkten Kinnbacken, übh. verzogen, verrenkt, VLL., Eust. 906, 54. ὁ, sicilisch, die weibliche Scham, Ath. XIV, 647 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] mit verzerrten Lippen, verrenkten Kinnbacken, übh. verzogen, verrenkt, VLL., Eust. 906, 54. ὁ, sicilisch, die weibliche Scham, Ath. XIV, 647 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />aux lèvres tombantes <i>ou</i> épaisses.<br />'''Étymologie:''' [[μύλλα]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />sorte de gâteau au sésame et au miel.<br />'''Étymologie:''' mot sicilien.<br /><span class="bld">3</span>οῦ (ὁ) :<br /><i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μυλλός]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυλλός''': -όν, «μυλλόν· καμπύλον, σκολίον, κυλλόν. στρεβλὸν» Ἡσύχ. | |lstext='''μυλλός''': -όν, «μυλλόν· καμπύλον, σκολίον, κυλλόν. στρεβλὸν» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μυλλός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μυλλόν<br />καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. <i>μυλλῶ</i> ή [[μυλλαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλλον]] «[[χείλος]]»), [[παρά]] το ότι η σημ. της λ. απομακρύνεται αρκετά από τη σημ. «[[χείλος]]»].<br /> <b>(II)</b><br />[[μυλλός]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] πλακούντα που παρασκεύαζαν [[κατά]] τα Θεσμοφόρια με [[σουσάμι]] και [[μέλι]] σε [[σχήμα]] γυναικείου εφηβαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μύλλω]] «[[συντρίβω]], συνουσιάζομαι» (<b>πρβλ.</b> [[μυλλάς]]), που συνδέεται πιθ. και με τη λ. [[μύλλον]] «[[χείλος]]», λόγω της μορφικής συσχέτισης του με το γυναικείο [[αιδοίο]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[μυλλός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μυλλόν<br />καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. <i>μυλλῶ</i> ή [[μυλλαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλλον]] «[[χείλος]]»), [[παρά]] το ότι η σημ. της λ. απομακρύνεται αρκετά από τη σημ. «[[χείλος]]»].<br /> <b>(II)</b><br />[[μυλλός]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] πλακούντα που παρασκεύαζαν [[κατά]] τα Θεσμοφόρια με [[σουσάμι]] και [[μέλι]] σε [[σχήμα]] γυναικείου εφηβαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μύλλω]] «[[συντρίβω]], συνουσιάζομαι» (<b>πρβλ.</b> [[μυλλάς]]), που συνδέεται πιθ. και με τη λ. [[μύλλον]] «[[χείλος]]», λόγω της μορφικής συσχέτισης του με το γυναικείο [[αιδοίο]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 1 October 2022
English (LSJ)
(A), ή, όν, awry, crooked, Hsch. (parox.); squint-eyed, Eust.906.54II. καὶ παροιμία ἐπὶ τῶν ἀκουόντων καὶ ‹κωφότητα› προσποιουμένων, ἔστι δὲ καὶ κωμῳδιῶν ποιητὴς οὕτω καλούμενος Hsch.
(B), ὁ, cake in the shape of pudenda muliebria, Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a.
German (Pape)
[Seite 217] mit verzerrten Lippen, verrenkten Kinnbacken, übh. verzogen, verrenkt, VLL., Eust. 906, 54. ὁ, sicilisch, die weibliche Scham, Ath. XIV, 647 a.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
aux lèvres tombantes ou épaisses.
Étymologie: μύλλα.
2οῦ (ὁ) :
sorte de gâteau au sésame et au miel.
Étymologie: mot sicilien.
3οῦ (ὁ) :
pudenda muliebria.
Étymologie: μυλλός².
Greek (Liddell-Scott)
μυλλός: -όν, «μυλλόν· καμπύλον, σκολίον, κυλλόν. στρεβλὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
μυλλός, -ή, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν
καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν»
2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ. απομακρύνεται αρκετά από τη σημ. «χείλος»].
(II)
μυλλός, ὁ (Α)
είδος πλακούντα που παρασκεύαζαν κατά τα Θεσμοφόρια με σουσάμι και μέλι σε σχήμα γυναικείου εφηβαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μύλλω «συντρίβω, συνουσιάζομαι» (πρβλ. μυλλάς), που συνδέεται πιθ. και με τη λ. μύλλον «χείλος», λόγω της μορφικής συσχέτισης του με το γυναικείο αιδοίο].