παλιντοκία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0451.png Seite 451]] ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0451.png Seite 451]] ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />réclamation d'intérêts déjà payés.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τόκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλιντοκία''': ἡ, τὸ λαμβάνειν [[ὀπίσω]] τοὺς τόκους οὓς [[ἄλλοτε]] ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «[[τέλος]] δὲ [[δόγμα]] θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. [[παλιντοκία]], = [[παλιγγενεσία]], ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.
|lstext='''πᾰλιντοκία''': ἡ, τὸ λαμβάνειν [[ὀπίσω]] τοὺς τόκους οὓς [[ἄλλοτε]] ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «[[τέλος]] δὲ [[δόγμα]] θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. [[παλιντοκία]], = [[παλιγγενεσία]], ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />réclamation d'intérêts déjà payés.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τόκος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντοκία Medium diacritics: παλιντοκία Low diacritics: παλιντοκία Capitals: ΠΑΛΙΝΤΟΚΙΑ
Transliteration A: palintokía Transliteration B: palintokia Transliteration C: palintokia Beta Code: palintoki/a

English (LSJ)

ἡ, demand for repayment of interest, Plu.2.295d.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réclamation d'intérêts déjà payés.
Étymologie: πάλιν, τόκος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντοκία: ἡ, τὸ λαμβάνειν ὀπίσω τοὺς τόκους οὓς ἄλλοτε ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «τέλος δὲ δόγμα θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. παλιντοκία, = παλιγγενεσία, ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.

Greek Monolingual

παλιντοκία, ἡ (Α)
1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί
2. η παλιγγενεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τοκία (< -τόκος < τίκτω), πρβλ. ευ-τοκία].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντοκία:требование о возврате уплаченных процентов Plut.