παλιμπλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] (s. πλάζομαι), zurück getrieben werden, kommt nur im partic. aor. παλιμπλαγχθέντες vor, zurückgetrieben, Il. 1, 59 Od. 13, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] (s. πλάζομαι), zurück getrieben werden, kommt nur im partic. aor. παλιμπλαγχθέντες vor, zurückgetrieben, Il. 1, 59 Od. 13, 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. part. ao. Pass.</i> παλιμπλαχθείς;<br />errer en revenant sur ses pas.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλιμπλάζομαι''': Παθ., ἐκ δευτέρου πλανῶμαι· εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀόρ. παλιμπλαγχθέντας, Ἰλ. Α. 59, Ὀδ. Ν. 5. ― Κατά τινας [[γραπτέον]] κατὰ διάστασιν: [[πάλιν]] πλαγχθέντας, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 278, καὶ Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 482.
|lstext='''πᾰλιμπλάζομαι''': Παθ., ἐκ δευτέρου πλανῶμαι· εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀόρ. παλιμπλαγχθέντας, Ἰλ. Α. 59, Ὀδ. Ν. 5. ― Κατά τινας [[γραπτέον]] κατὰ διάστασιν: [[πάλιν]] πλαγχθέντας, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 278, καὶ Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 482.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. part. ao. Pass.</i> παλιμπλαχθείς;<br />errer en revenant sur ses pas.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλάζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 07:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμπλάζομαι Medium diacritics: παλιμπλάζομαι Low diacritics: παλιμπλάζομαι Capitals: ΠΑΛΙΜΠΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: palimplázomai Transliteration B: palimplazomai Transliteration C: palimplazomai Beta Code: palimpla/zomai

English (LSJ)

Pass., only in aor. part. παλιμπλαγχθείς, foiled, driven back, Il.1.59, Od.13.5 (better divisim).

German (Pape)

[Seite 448] (s. πλάζομαι), zurück getrieben werden, kommt nur im partic. aor. παλιμπλαγχθέντες vor, zurückgetrieben, Il. 1, 59 Od. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

seul. part. ao. Pass. παλιμπλαχθείς;
errer en revenant sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, πλάζω.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπλάζομαι: Παθ., ἐκ δευτέρου πλανῶμαι· εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀόρ. παλιμπλαγχθέντας, Ἰλ. Α. 59, Ὀδ. Ν. 5. ― Κατά τινας γραπτέον κατὰ διάστασιν: πάλιν πλαγχθέντας, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 278, καὶ Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 482.

English (Autenrieth)

(πλάζω), aor. part. παλιμπλαγχθείς: be driven vainly (drifting) back, Od. 13.5, Il. 1.59.

Greek Monolingual

παλιμπλάζομαι (Α)
επιστρέφω περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλάζομαι «περιφέρομαι»].

Greek Monotonic

πᾰλιμπλάζομαι: Παθ., γυρίζω πίσω και περιπλανιέμαι, μόνο στη μτχ. αορ. αʹ παλιμπλαχθείς, περιπλανώμενος προς την πατρίδα, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιμπλάζομαι [πάλιν, πλάζω] alleen ptc. aor. pass., teruggedreven worden.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμπλάζομαι: (только part. aor. pass. παλιμπλαγχθείς) странствовать обратным путем, отправляться в обратный путь Hom.

Middle Liddell

πᾰλιμ-πλάζομαι,
Pass. to wander back, only in aor. 1 part. παλιμπλαγχθείς wandering homewards, Hom.