παραθήγω: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0479.png Seite 479]] (woran) wetzen, schärfen; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33; πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι, Luc. Navig. 9; – übertr., wozu anreizen, ermuntern, ὁ τὰς ὀργὰς αὐτοῖς παραθήξας, D. Hal. 8, 57; a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0479.png Seite 479]] (woran) wetzen, schärfen; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33; πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι, Luc. Navig. 9; – übertr., wozu anreizen, ermuntern, ὁ τὰς ὀργὰς αὐτοῖς παραθήξας, D. Hal. 8, 57; a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=aiguiser ; <i>fig.</i> exciter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[θήγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραθήγω''': μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, [[ὀξύνω]], ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., [[ἐξερεθίζω]], [[διεγείρω]], τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F. | |lstext='''παραθήγω''': μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, [[ὀξύνω]], ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., [[ἐξερεθίζω]], [[διεγείρω]], τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:50, 2 October 2022
English (LSJ)
A whet, sharpen upon, ἐγχειριδίου… ἀκόνῃ… παραθηγομένου Hermipp.46 (anap.). 2 metaph., exasperate, provoke, τὰς ὀργάς τινων (v.l. τισι) D.H.8.57; παρατέθηκται ἐξ ἐπιστολῆς Ph.2.575, cf. 543; τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν π. incite, Plu.2.1145f.
German (Pape)
[Seite 479] (woran) wetzen, schärfen; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33; πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι, Luc. Navig. 9; – übertr., wozu anreizen, ermuntern, ὁ τὰς ὀργὰς αὐτοῖς παραθήξας, D. Hal. 8, 57; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
aiguiser ; fig. exciter.
Étymologie: παρά, θήγω.
Greek (Liddell-Scott)
παραθήγω: μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, ὀξύνω, ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., ἐξερεθίζω, διεγείρω, τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. διεγείρω, ερεθίζω
2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.)
αρχ.
ακονίζω κάτι με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θήγω «ακονίζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-θήγω wetten, scherp maken; overdr.:; οἱ πόνοι... σε παραθήγοντες de inspanningen die je scherp maken Luc. 22.23; med.: παραθηγόμενοι τὰς ψυχάς zich geestelijk scherp makend Luc. 37.23.
Russian (Dvoretsky)
παραθήγω:
1) острить, точить (ἐγχειρίδιον ἀκόνῃ Plut.);
2) обтачивать, подмывать (πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι Luc.);
3) возбуждать (τὴν ψυχὴν μέλεσι Plut.).