περίτρανος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] sehr deutlich; Sp., wie Plut., περίτρανα λαλεῖν, de educ. lib. 5; – auch περιτρανής, ές, wie das adv. περιτρανῶς M. Ant. 8, 30 zeigt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] sehr deutlich; Sp., wie Plut., περίτρανα λαλεῖν, de educ. lib. 5; – auch περιτρανής, ές, wie das adv. περιτρανῶς M. Ant. 8, 30 zeigt.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a le son très clair, clair, très net.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρανός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περίτρᾱνος''': -ον, [[λίαν]] διακεκριμένος, σαφῶς ἀκουόμενος, Συνέσ. 15Β, κτλ.· περίτρανα λαλεῖν Πλούτ. 2. 4Β, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. ― Ἐπίρρ. -νως. Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 80, Ἐτυμολ. Μέγ.
|lstext='''περίτρᾱνος''': -ον, [[λίαν]] διακεκριμένος, σαφῶς ἀκουόμενος, Συνέσ. 15Β, κτλ.· περίτρανα λαλεῖν Πλούτ. 2. 4Β, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. ― Ἐπίρρ. -νως. Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 80, Ἐτυμολ. Μέγ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a le son très clair, clair, très net.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρανός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτρᾱνος Medium diacritics: περίτρανος Low diacritics: περίτρανος Capitals: ΠΕΡΙΤΡΑΝΟΣ
Transliteration A: perítranos Transliteration B: peritranos Transliteration C: peritranos Beta Code: peri/tranos

English (LSJ)

ον, very distinct, Antig.Mir.45; περίτρανα λαλεῖν Plu. 2.4a; of an orator, very lucid, Phld.Rh.1.336S. Adv. -νως, λαλεῖν, λέγειν, M.Ant.8.30, EM729.31.

German (Pape)

[Seite 597] sehr deutlich; Sp., wie Plut., περίτρανα λαλεῖν, de educ. lib. 5; – auch περιτρανής, ές, wie das adv. περιτρανῶς M. Ant. 8, 30 zeigt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le son très clair, clair, très net.
Étymologie: περί, τρανός.

Greek (Liddell-Scott)

περίτρᾱνος: -ον, λίαν διακεκριμένος, σαφῶς ἀκουόμενος, Συνέσ. 15Β, κτλ.· περίτρανα λαλεῖν Πλούτ. 2. 4Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ― Ἐπίρρ. -νως. Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 80, Ἐτυμολ. Μέγ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίτρανος, -ον ΝΜΑ
απόλυτα σαφής, καταφανής και πειστικός (α. περίτρανη απόδειξη» β. «περίτρανος ῥήτωρ»)
νεοελλ.
φημισμένος, περίφημος
μσν.-αρχ.
αυτός που ακούγεται καθαρά
αρχ.
φρ. «περίτρανα λαλώ» — μιλώ με τέλεια άρθρωση.
επίρρ...
περιτράνως ΝΜΑ και περίτρανα Ν
με απόλυτη σαφήνεια και πειστικότητα
αρχ.
με πολύ δυνατή και καθαρή φωνή.

Russian (Dvoretsky)

περίτρᾱνος: весьма ясный: Ἑλληνικὰ καὶ περίτρανα λαλεῖν Plut. говорить на ясном греческом языке.