πατροῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0536.png Seite 536]] [[παρθένος]], ἡ, ein Mädchen, das des Vaters ganzes Vermögen allein geerbt dat, ohne Mütter oder Geschwister zu Miterben zu haben, Her. 6, 57; vgl. XLL., bes. Tim. lex. Plat.; es entspricht dem attischen [[ἐπίκληρος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0536.png Seite 536]] [[παρθένος]], ἡ, ein Mädchen, das des Vaters ganzes Vermögen allein geerbt dat, ohne Mütter oder Geschwister zu Miterben zu haben, Her. 6, 57; vgl. XLL., bes. Tim. lex. Plat.; es entspricht dem attischen [[ἐπίκληρος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui hérite de tous les biens paternels.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[ἔχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πατροῦχος''': [[παρθένος]], ἡ, ἡ μόνη [[κληρονόμος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συγκληρονόμον, Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. Ruhnk Tim.· - ἡ Δωρ. λέξ. ἦτο [[παμῶχος]], καὶ ἡ Ἀττ. [[ἐπίκληρος]], - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πατρούχου παρθένου, τῆς ὀρφανῆς καὶ ἐπιλήρου, ᾗ προσήκει τὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν».
|lstext='''πατροῦχος''': [[παρθένος]], ἡ, ἡ μόνη [[κληρονόμος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συγκληρονόμον, Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. Ruhnk Tim.· - ἡ Δωρ. λέξ. ἦτο [[παμῶχος]], καὶ ἡ Ἀττ. [[ἐπίκληρος]], - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πατρούχου παρθένου, τῆς ὀρφανῆς καὶ ἐπιλήρου, ᾗ προσήκει τὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui hérite de tous les biens paternels.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[ἔχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατροῦχος Medium diacritics: πατροῦχος Low diacritics: πατρούχος Capitals: ΠΑΤΡΟΥΧΟΣ
Transliteration A: patroûchos Transliteration B: patrouchos Transliteration C: patroychos Beta Code: patrou=xos

English (LSJ)

παρθένος, ἡ, heiress, Hdt.6.57 codd. (fort. πατρῳοῦχος, cf. πατρωϊῶχος).

German (Pape)

[Seite 536] παρθένος, ἡ, ein Mädchen, das des Vaters ganzes Vermögen allein geerbt dat, ohne Mütter oder Geschwister zu Miterben zu haben, Her. 6, 57; vgl. XLL., bes. Tim. lex. Plat.; es entspricht dem attischen ἐπίκληρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hérite de tous les biens paternels.
Étymologie: πατήρ, ἔχω.

Greek (Liddell-Scott)

πατροῦχος: παρθένος, ἡ, ἡ μόνη κληρονόμος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συγκληρονόμον, Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. Ruhnk Tim.· - ἡ Δωρ. λέξ. ἦτο παμῶχος, καὶ ἡ Ἀττ. ἐπίκληρος, - Κατὰ Σουΐδ.: «πατρούχου παρθένου, τῆς ὀρφανῆς καὶ ἐπιλήρου, ᾗ προσήκει τὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν».

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «πατροῦχος παρθένος» — η επίκληρος, η μόνη κληρονόμος της πατρικής περιουσίας ορφανή κόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από ένα τ. πατρῳοῦχος < πατρῷος + -οῦχος (πρβλ. και πατρωϊῶχος)].

Greek Monotonic

πατροῦχος: ἡ, κληρονόμος του πατέρα· πατροῦχος παρθένος, η μόνη κληρονόμος, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατροῦχος -ον [πατήρ, ἔχω] erf-:. πατρούχου τε παρθένου πέρι ten aanzien van een erfdochter Hdt. 6.57.4.

Russian (Dvoretsky)

πατροῦχος: владеющий всем отцовским наследством: ἡ π. παρθένος Her. единственная наследница отцовского имущества.

Middle Liddell

πατρ-οῦχος, ἡ,
holding from the father: π. παρθένος a sole-heiress, Hdt.