περιναιέτης: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] ὁ, der Herumwohnende; κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες τείρουσι, Il. 24, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 470.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] ὁ, der Herumwohnende; κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες τείρουσι, Il. 24, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 470.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui habite alentour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ναίω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιναιέτης''': -ου, ὁ, [[περίοικος]], [[γείτων]], Ἰλ. Ω. 488, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 470· πρβλ. [[περικτίονες]]. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.
|lstext='''περιναιέτης''': -ου, ὁ, [[περίοικος]], [[γείτων]], Ἰλ. Ω. 488, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 470· πρβλ. [[περικτίονες]]. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui habite alentour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ναίω]]¹.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιναιέτης Medium diacritics: περιναιέτης Low diacritics: περιναιέτης Capitals: ΠΕΡΙΝΑΙΕΤΗΣ
Transliteration A: perinaiétēs Transliteration B: perinaietēs Transliteration C: perinaietis Beta Code: perinaie/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, one of those who dwell round, neighbour, Il.24.488, A.R.4.470.

German (Pape)

[Seite 583] ὁ, der Herumwohnende; κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες τείρουσι, Il. 24, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 470.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui habite alentour.
Étymologie: περί, ναίω¹.

Greek (Liddell-Scott)

περιναιέτης: -ου, ὁ, περίοικος, γείτων, Ἰλ. Ω. 488, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 470· πρβλ. περικτίονες. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.

English (Autenrieth)

neighbor, pl., Il. 24.488†.

Greek Monolingual

ὁ, Α περιναιετώ
περίοικος, γείτονας.

Greek Monotonic

περιναιέτης: -ου, ὁ (ναίω), ένας από αυτούς που διαμένουν τριγύρω, γείτονας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

περιναιέτης: ου ὁ окрестный житель, сосед Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιναιέτης -ου, ὁ [περιναίω] omwonende.

Middle Liddell

περι-ναιέτης, ου, ὁ, ναίω
one of those who dwell round, a neighbour, Il.