πειστήριος: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] zum Überreden gehörig, überredend, λόγοι, Eur. I. T. 1053. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] zum Überreden gehörig, überredend, λόγοι, Eur. I. T. 1053. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />propre à persuader, persuasif.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πειστήριος''': -α, -ον, ὁ καταπείθων, [[πειστικός]], λόγοι Εὐρ. Ι. Τ. 1053. | |lstext='''πειστήριος''': -α, -ον, ὁ καταπείθων, [[πειστικός]], λόγοι Εὐρ. Ι. Τ. 1053. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:05, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, persuasive, winning, λόγοι E.IT 1053.
German (Pape)
[Seite 547] zum Überreden gehörig, überredend, λόγοι, Eur. I. T. 1053.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
propre à persuader, persuasif.
Étymologie: πείθω.
Greek (Liddell-Scott)
πειστήριος: -α, -ον, ὁ καταπείθων, πειστικός, λόγοι Εὐρ. Ι. Τ. 1053.
Greek Monolingual
-α, -ο / πειστήριος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πειστήριο κάθε αντικείμενο που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα έγκλημα που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου, αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο, απόδειξη
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα να πείθει, ο πειστικός («λόγους πειστηρίους εὕρισκε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -τήριος (με συριστικοποίηση του -θ-προ του -τ-), πρβλ. πιεσ-τήριος].
Greek Monotonic
πειστήριος: -α, -ον, = το επόμ., πειστικός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πειστήριος: убеждающий, убедительный, проникновенный (λόγοι Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειστήριος -α -ον [πείθω] overtuigend.
Middle Liddell
πειστήριος, η, ον = πειστικός
persuasive, Eur.