Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλατάνιστος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0626.png Seite 626]] ἡ, = [[πλάτανος]]; Il. 2, 307. 310; Her. 5, 119; Ap. Rh. 2, 733; χλοερά, Thall. 4 (IX, 220).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0626.png Seite 626]] ἡ, = [[πλάτανος]]; Il. 2, 307. 310; Her. 5, 119; Ap. Rh. 2, 733; χλοερά, Thall. 4 (IX, 220).
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πλάτανος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰτάνιστος''': ἡ, ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] τῆς πλατάνου, Ἰλ. Β. 307, 310, Ἡρόδ. 5. 119., 7. 27, 31. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 374.
|lstext='''πλᾰτάνιστος''': ἡ, ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] τῆς πλατάνου, Ἰλ. Β. 307, 310, Ἡρόδ. 5. 119., 7. 27, 31. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 374.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πλάτανος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:14, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰνιστος Medium diacritics: πλατάνιστος Low diacritics: πλατάνιστος Capitals: ΠΛΑΤΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: platánistos Transliteration B: platanistos Transliteration C: platanistos Beta Code: plata/nistos

English (LSJ)

ἡ, earlier name for πλάτανος, Il.2.307, 310, Hdt.5.119, 7.27,31, Theoc.18.44, al.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, = πλάτανος; Il. 2, 307. 310; Her. 5, 119; Ap. Rh. 2, 733; χλοερά, Thall. 4 (IX, 220).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
c. πλάτανος.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτάνιστος: ἡ, ἀρχαιότερον ὄνομα τῆς πλατάνου, Ἰλ. Β. 307, 310, Ἡρόδ. 5. 119., 7. 27, 31. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 374.

English (Autenrieth)

plane-tree, not unlike our maple, Il. 2.307.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως αρχαιότερη ονομασία) ο πλάτανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πλάτανος.

Greek Monotonic

πλᾰτάνιστος: ἡ, = πλάτανος (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατάνιστος -ου, ἡ [~ πλατύς] plataan.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτάνιστος: (τᾰ) ἡ Hom., Her. = πλάτανος.

Middle Liddell

πλᾰτάνιστος, ἡ, = πλάτανος, q.v., Il., Hdt.]