πλανύττω: Difference between revisions
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0625.png Seite 625]] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0625.png Seite 625]] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=errer.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰνύττω''': πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3. | |lstext='''πλᾰνύττω''': πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:15, 2 October 2022
English (LSJ)
= πλανάομαι, wander about, Ar.Av.3.
German (Pape)
[Seite 625] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.
French (Bailly abrégé)
errer.
Étymologie: πλάνη.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνύττω: πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.
Greek Monolingual
ΜΑ, πλανύσσω Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε -ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί του πλανῶμαι. Ο τ. πλαν-ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω].
Greek Monotonic
πλᾰνύττω: = πλανάομαι, περιπλανιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰνύττω: бродить, блуждать Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλανύττω [πλάνος] zwerven.