προσάνειμι: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0750.png Seite 750]] (s. [[εἶμι]]), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0750.png Seite 750]] (s. [[εἶμι]]), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=monter jusqu’à.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἄνειμι]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσάνειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα [[πόλις]], προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20. | |lstext='''προσάνειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα [[πόλις]], προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:30, 2 October 2022
English (LSJ)
(εἶμι ibo) go up to, Th.7.44, D.C.56.13; προσανιοῦσα πόλις a city lying on an ascent, Poll.9.20.
German (Pape)
[Seite 750] (s. εἶμι), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13.
French (Bailly abrégé)
monter jusqu’à.
Étymologie: πρός, ἄνειμι².
Greek (Liddell-Scott)
προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀνέρχομαι πρός..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα πόλις, προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20.
Greek Monolingual
Α
1. ανέρχομαι, ανεβαίνω ακόμη πιο πολύ
2. φρ. «προσανιοῦσα πόλις» — πόλη που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε πλαγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄνειμι «τραβώ προς τα πάνω, ανεβαίνω»].
Greek Monotonic
προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), ανέρχομαι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσάνειμι: εἶμι восходить, подниматься: τὸ μὲν ἄρτι ἀναβεβήχει, τὸ δ᾽ ἔτι προσανῄει Thuc. часть (афинских войск) уже поднялась, другая только еще поднималась.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-άνειμι omhoog gaan:. τὸ δ’ ἔτι προσανῄει het andere deel (van het leger) was nog bezig naar boven te klimmen Thuc. 7.44.3.