προκυλίνδομαι: Difference between revisions
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=prokuli/ndomai | |Beta Code=prokuli/ndomai | ||
|Definition=Pass., [[roll forward]], of the sea, ''Il.'' 14.18. = [[προκυλινδέομαι]] ([[roll at the feet of]], [[roll before]], [[prostrate oneself before]]), [[roll at the feet of]], τινος Arat. 188 ; ''fut.'' [[προκυλίσομαι]] [ι] App. ''Ital.'' 5.4 ; late ''pres.'' [[προκυλίομαι]], DH. 8.39 ; τῶν ποδῶν Onos. 14.3. | |Definition=Pass., [[roll forward]], of the sea, ''Il.'' 14.18. = [[προκυλινδέομαι]] ([[roll at the feet of]], [[roll before]], [[prostrate oneself before]]), [[roll at the feet of]], τινος Arat. 188 ; ''fut.'' [[προκυλίσομαι]] [ι] App. ''Ital.'' 5.4 ; late ''pres.'' [[προκυλίομαι]], DH. 8.39 ; τῶν ποδῶν Onos. 14.3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=rouler en avant <i>en parl. des vagues</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κυλίνδω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκῠλίνδομαι''': Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Ξ. 18. ΙΙ. ὡς τὸ [[προκυλινδέομαι]], κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, μετὰ γενικ., Ἄρατ. 188· μέλλ. προκυλίσομαι [ῑ], Ἀππ. Ἰταλ. ΙΙ, 5, 5· μετὰ μεταγενεστ. ἐνεστ. προκυλίομαι, Διον. Ἁλ. 8. 39. | |lstext='''προκῠλίνδομαι''': Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Ξ. 18. ΙΙ. ὡς τὸ [[προκυλινδέομαι]], κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, μετὰ γενικ., Ἄρατ. 188· μέλλ. προκυλίσομαι [ῑ], Ἀππ. Ἰταλ. ΙΙ, 5, 5· μετὰ μεταγενεστ. ἐνεστ. προκυλίομαι, Διον. Ἁλ. 8. 39. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 08:31, 2 October 2022
English (LSJ)
Pass., roll forward, of the sea, Il. 14.18. = προκυλινδέομαι (roll at the feet of, roll before, prostrate oneself before), roll at the feet of, τινος Arat. 188 ; fut. προκυλίσομαι [ι] App. Ital. 5.4 ; late pres. προκυλίομαι, DH. 8.39 ; τῶν ποδῶν Onos. 14.3.
French (Bailly abrégé)
rouler en avant en parl. des vagues.
Étymologie: πρό, κυλίνδω.
Greek (Liddell-Scott)
προκῠλίνδομαι: Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Ξ. 18. ΙΙ. ὡς τὸ προκυλινδέομαι, κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, μετὰ γενικ., Ἄρατ. 188· μέλλ. προκυλίσομαι [ῑ], Ἀππ. Ἰταλ. ΙΙ, 5, 5· μετὰ μεταγενεστ. ἐνεστ. προκυλίομαι, Διον. Ἁλ. 8. 39.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και προκυλίομαι Α
1. (για θάλασσα) κυλώ, κυματίζω προς τα εμπρός
2. προκυλινδοῦμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κυλίνδομαι / κυλίομαι «κυλιέμαι»].
Greek Monotonic
προκῠλίνδομαι: Παθ., κυλιέμαι, ξετυλίγομαι μπροστά, λέγεται για κύμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
προκῠλίνδομαι: катиться вперед: οὐ προκυλίνδεται οὐδετέρωσε Hom. (перед грозой море) не колышется ни туда ни сюда.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κυλίνδομαι voortrollen (golven).