προπαιδεύω: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0738.png Seite 738]] vorher unterrichten, τῆς προπαιδείας, ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι, Plat. Rep. VII, 536 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0738.png Seite 738]] vorher unterrichten, τῆς προπαιδείας, ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι, Plat. Rep. VII, 536 d.
}}
{{bailly
|btext=enseigner auparavant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[παιδεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προπαιδεύω''': [[διδάσκω]] πρότερον, τινὰ εἴς τι Κλήμ. Ἀλ. 484· Παθ. (ἴδε [[προπαιδεία]]), Πλάτ. Πολ. 536D· πρὸς πάσας... τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 1, 2· ὑπό τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 29.
|lstext='''προπαιδεύω''': [[διδάσκω]] πρότερον, τινὰ εἴς τι Κλήμ. Ἀλ. 484· Παθ. (ἴδε [[προπαιδεία]]), Πλάτ. Πολ. 536D· πρὸς πάσας... τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 1, 2· ὑπό τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 29.
}}
{{bailly
|btext=enseigner auparavant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[παιδεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:33, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπαιδεύω Medium diacritics: προπαιδεύω Low diacritics: προπαιδεύω Capitals: ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΩ
Transliteration A: propaideúō Transliteration B: propaideuō Transliteration C: propaideyo Beta Code: propaideu/w

English (LSJ)

teach beforehand, in Pass., Pl.R.536d; πρὸς πάσας… τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Arist.Pol.1337a19; ὑπό τινων S.E. M.6.29.

German (Pape)

[Seite 738] vorher unterrichten, τῆς προπαιδείας, ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι, Plat. Rep. VII, 536 d.

French (Bailly abrégé)

enseigner auparavant, acc..
Étymologie: πρό, παιδεύω.

Greek (Liddell-Scott)

προπαιδεύω: διδάσκω πρότερον, τινὰ εἴς τι Κλήμ. Ἀλ. 484· Παθ. (ἴδε προπαιδεία), Πλάτ. Πολ. 536D· πρὸς πάσας... τέχνας ἔστιν ἃ δεῖ προπαιδεύεσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 1, 2· ὑπό τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 29.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
εκπαιδεύω προκαταρκτικά, προετοιμάζω κάποιον για ανώτερες γνώσεις ή σπουδές
μσν.-αρχ.
δίνω προκαταρκτικές οδηγίες.

Greek Monotonic

προπαιδεύω: μέλ. -σω, διδάσκω εκ των προτέρων — Παθ., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προπαιδεύω: предварительно обучать, подготовлять (προπαιδεύεσθαι πρὸς τὰς τῶν τεχνῶν ἐργασίας Arst.): (ἡ προπαιδεία), ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι Plat. подготовительное обучение, которое нужно пройти до диалектики.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-παιδεύω tevoren onderwijzen.

Middle Liddell

fut. σω
to teach beforehand:—Pass., Plat.