πτυκτός: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] gefaltet, zusammengelegt; γράψας έν πίνακι πτυκτῷ, Il. 6, 169, zwei zusammengelegte Holztafeln, auf deren innerer Seite Zeichen eingegraben wurden, die älteste Art von Schreibtafeln; – τὸ πτυκτόν, zusammengefaltetes Stück Zeug, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] gefaltet, zusammengelegt; γράψας έν πίνακι πτυκτῷ, Il. 6, 169, zwei zusammengelegte Holztafeln, auf deren innerer Seite Zeichen eingegraben wurden, die älteste Art von Schreibtafeln; – τὸ πτυκτόν, zusammengefaltetes Stück Zeug, Medic.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plié, mis en double ; πτυκτὸς [[πίναξ]], tablette pliée en deux, <i>càd</i> à deux placards se fermant l'un sur l'autre, <i>particul.</i> tablette à écrire.<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτυκτός''': -ή, -όν, ([[πτύσσω]]) δεδιπλωμένος, πτ. [[πίναξ]] (ὡς τὰ [[μετέπειτα]] δίπτυχα) [[δέλτος]] διπλωτή, συνισταμένη ἐκ δύο λεπτῶν ξυλίνων πινακίδων, αἵτινες ἐδιπλώνοντο ἡ μία πρὸς τὴν [[ἄλλην]], τὸ ἀρχαιότατον [[εἶδος]] τῶν πρὸς γραφὴν πινακίδων, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ, ἐγχαράξας ἐν δεδιπλωμένῳ πίνακι σημεῖα λυγρά, Ἰλ. Ζ. 169· ἂν καὶ [[τότε]] δὲν ἐχρησίμευε πρὸς γραφήν, ἰδὲ ἐν λέξ. [[σῆμα]], καὶ πρβλ. Wolf Proleg. σ. lxxxii κἑξ. 2) [[καθόλου]] ὁ δυνάμενος νὰ διπλωθῇ, κλῖμαξ, κτλ. (πρβλ. πτύσσωΙΙ), Ἀππ. Ἰβηρ. 91, Ἐμφυλ. 5. 36. ΙΙ. πτυκτόν, τό, [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ., πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|lstext='''πτυκτός''': -ή, -όν, ([[πτύσσω]]) δεδιπλωμένος, πτ. [[πίναξ]] (ὡς τὰ [[μετέπειτα]] δίπτυχα) [[δέλτος]] διπλωτή, συνισταμένη ἐκ δύο λεπτῶν ξυλίνων πινακίδων, αἵτινες ἐδιπλώνοντο ἡ μία πρὸς τὴν [[ἄλλην]], τὸ ἀρχαιότατον [[εἶδος]] τῶν πρὸς γραφὴν πινακίδων, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ, ἐγχαράξας ἐν δεδιπλωμένῳ πίνακι σημεῖα λυγρά, Ἰλ. Ζ. 169· ἂν καὶ [[τότε]] δὲν ἐχρησίμευε πρὸς γραφήν, ἰδὲ ἐν λέξ. [[σῆμα]], καὶ πρβλ. Wolf Proleg. σ. lxxxii κἑξ. 2) [[καθόλου]] ὁ δυνάμενος νὰ διπλωθῇ, κλῖμαξ, κτλ. (πρβλ. πτύσσωΙΙ), Ἀππ. Ἰβηρ. 91, Ἐμφυλ. 5. 36. ΙΙ. πτυκτόν, τό, [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ., πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plié, mis en double ; πτυκτὸς [[πίναξ]], tablette pliée en deux, <i>càd</i> à deux placards se fermant l'un sur l'autre, <i>particul.</i> tablette à écrire.<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτυκτός Medium diacritics: πτυκτός Low diacritics: πτυκτός Capitals: ΠΤΥΚΤΟΣ
Transliteration A: ptyktós Transliteration B: ptyktos Transliteration C: ptyktos Beta Code: ptukto/s

English (LSJ)

ή, όν, (πτύσσω) A folded, πίναξ π. folding tablet, Il.6.169, cf. Aristid.Or.17(15).22 (pl.), Hdn.7.6.5 (pl.). 2 generally, capable of being folded or doubled up, κλῖμαξ, πύργος, App.Hisp. 94, BC5.36. II πτυκτόν, τό, folded bandage, Paul.Aeg.6.90.

German (Pape)

[Seite 811] gefaltet, zusammengelegt; γράψας έν πίνακι πτυκτῷ, Il. 6, 169, zwei zusammengelegte Holztafeln, auf deren innerer Seite Zeichen eingegraben wurden, die älteste Art von Schreibtafeln; – τὸ πτυκτόν, zusammengefaltetes Stück Zeug, Medic.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plié, mis en double ; πτυκτὸς πίναξ, tablette pliée en deux, càd à deux placards se fermant l'un sur l'autre, particul. tablette à écrire.
Étymologie: πτύσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πτυκτός: -ή, -όν, (πτύσσω) δεδιπλωμένος, πτ. πίναξ (ὡς τὰ μετέπειτα δίπτυχα) δέλτος διπλωτή, συνισταμένη ἐκ δύο λεπτῶν ξυλίνων πινακίδων, αἵτινες ἐδιπλώνοντο ἡ μία πρὸς τὴν ἄλλην, τὸ ἀρχαιότατον εἶδος τῶν πρὸς γραφὴν πινακίδων, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ, ἐγχαράξας ἐν δεδιπλωμένῳ πίνακι σημεῖα λυγρά, Ἰλ. Ζ. 169· ἂν καὶ τότε δὲν ἐχρησίμευε πρὸς γραφήν, ἰδὲ ἐν λέξ. σῆμα, καὶ πρβλ. Wolf Proleg. σ. lxxxii κἑξ. 2) καθόλου ὁ δυνάμενος νὰ διπλωθῇ, κλῖμαξ, κτλ. (πρβλ. πτύσσωΙΙ), Ἀππ. Ἰβηρ. 91, Ἐμφυλ. 5. 36. ΙΙ. πτυκτόν, τό, εἶδος ἐπιδέσμου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ., πρβλ. τὸ ἑπόμ.

English (Autenrieth)

(πτύσσω): folded, Il. 6.169†.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πτυκτός, -ή, -όν, ΝΑ, και πυκτός, -ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να διπλωθεί, πτυσσόμενος, διπλωμένος, διπλωτός
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτυκτόν
η διπλωμένη γάζα σε πληγή
2. φρ. «πίναξ πτυκτός» — δέλτος διπλωτή, από δύο λεπτές ξύλινες πινακίδες που έκλειναν και σφραγίζονταν (α. «σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ», Ομ. Ιλ.
β. «οἷς ἔδωκε κατασεσημασμένα γράμματα ἐν πτυκτοῖς πίναξι», Ηρωδιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύσσω. Ο τ. πυκτός με προληπτική ανομοίωση του πρώτου -τ-].

Greek Monotonic

πτυκτός: -ή, -όν (πτύσσω), διπλωμένος, πτυκτὸς πίναξ, δύο διπλωμένες ξύλινες πινακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πτυκτός: [adj. verb. к πτύσσω складывающийся, складной (πίναξ Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτυκτός -ή -όν [πτύσσω] dichtgevouwen:. γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ hij schreef in een dichtgevouwen schrijftablet Il. 6.169.

Middle Liddell

πτυκτός, ή, όν πτύσσω
folded, πτ. πίναξ folding tablets, Il.