πρόστροπος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie [[προστρόπαιος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie [[προστρόπαιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προστρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόστροπος''': -ον, ([[προστρέπω]]) ὁ [[ἐστραμμένος]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι· [[ὅθεν]] ὡς τὸ [[προστρόπαιος]], [[ἱκέτης]], τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. [[προστρόπαιος]].
|lstext='''πρόστροπος''': -ον, ([[προστρέπω]]) ὁ [[ἐστραμμένος]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι· [[ὅθεν]] ὡς τὸ [[προστρόπαιος]], [[ἱκέτης]], τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. [[προστρόπαιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προστρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:46, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστροπος Medium diacritics: πρόστροπος Low diacritics: πρόστροπος Capitals: ΠΡΟΣΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: próstropos Transliteration B: prostropos Transliteration C: prostropos Beta Code: pro/stropos

English (LSJ)

ὁ,= A προστρόπαιος 1.1, suppliant, τινος S.Ph.773: abs., Id.OT41. II accursed, Phot. s.v. προστρόπαιος.

German (Pape)

[Seite 784] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie προστρόπαιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.
Étymologie: προστρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστροπος: -ον, (προστρέπω) ὁ ἐστραμμένος πρός τινα ἢ πρός τι· ὅθεν ὡς τὸ προστρόπαιος, ἱκέτης, τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. προστρόπαιος.

Greek Monolingual

ὁ, Α προστρέπω
1. ο προστρόπαιος
2. (κατά τον Φώτ.) «κατηραμένος».

Greek Monotonic

πρόστροπος: -ον (προστρέπω), όπως το προστρόπαιος, ικέτης, τινος, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρόστροπος: Soph. = προστρόπαιος I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόστροπος -ον [~ προστρόπαιος] smekend; Soph. OT 41; subst. smekeling. Soph. Ph. 773.

Middle Liddell

πρόστροπος, ον, προστρέπω
like προστρόπαιος, a suppliant, τινος Soph.; absol., Soph.